-
1 εγκαθετος
-
2 ἐγκάθετος
{прил., 1}лежащий в засаде, тайно подосланный, лукавый человек, лазутчик (Лк. 20:20).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐγκάθετος
-
3 εγκάθετος
{прил., 1}лежащий в засаде, тайно подосланный, лукавый человек, лазутчик (Лк. 20:20).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εγκάθετος
-
4 εγκάθετος
ος, ον 1. подосланный, подставной; подкупленный;2. (ο) 1) ставленник; 2) π А. клакёры -
5 ἐγκάθετος
лежащий в засаде, тайно подосланный, лукавый человек, лазутчик.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐγκάθετος
-
6 1455
{прил., 1}лежащий в засаде, тайно подосланный, лукавый человек, лазутчик (Лк. 20:20).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1455
См. также в других словарях:
ἐγκάθετος — put in secretly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκάθετος — η, ο (AM ἐγκάθετος, ον) αυτός που επίτηδες τοποθετήθηκε κάπου για να χρησιμοποιηθεί στην κατάλληλη στιγμή, βαλτός αρχ. θετός γιος … Dictionary of Greek
εγκάθετος — η, ο (για ανθρώπους), ο επίτηδες τοποθετημένος σε θέατρο ή δημόσια συγκέντρωση, για να επιδοκιμάζει ή αποδοκιμάζει κάποιον στην κατάλληλη στιγμή, ο πληρωμένος, βαλτός, κλακέρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγκαθέτως — ἐγκάθετος put in secretly adverbial ἐγκάθετος put in secretly masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάθετον — ἐγκάθετος put in secretly masc/fem acc sg ἐγκάθετος put in secretly neut nom/voc/acc sg ἐγκαθίημι let down aor imperat act 2nd dual ἐγκαθίημι let down aor ind act 2nd dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαθέτου — ἐγκάθετος put in secretly masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαθέτους — ἐγκάθετος put in secretly masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαθέτων — ἐγκάθετος put in secretly masc/fem/neut gen pl ἐγκαθίημι let down aor imperat act 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάθετοι — ἐγκάθετος put in secretly masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκέλευστος — ἐγκέλευστος, ον (Α) εγκάθετος, διαταγμένος, βαλτός … Dictionary of Greek
ενετός — ἐνετός, ή, όν (AM) [ἐνίημι] 1. αυτός που παρεμβάλλεται, παρέμβλητος 2. αυτός που διαχέεται μέσα σε κάτι 3. βαλτός, εγκάθετος … Dictionary of Greek