-
1 εγκάθετος
-
2 ἐγκάθετος
-
3 ἐγκάθετος
ἐγκάθετος, ον (ἐν + κατὰ + ἵημι; ἔνκ-Tdf., W-H.—Hyperid., Fgm. 56; Demosth., Ep. 3, 34; Polyb. 3, 15, 1; Ps.-Pla., Axioch. 368e; Jos., Bell. 2, 27; 6, 286; Job 19:12; 31:9) pert. to having the task of obtaining information secretly, hired to lie in wait, subst. ἐγκάθετοι spies Lk 20:20.—S. DELG s.v. ἵημι. -
4 ἐγκάθετος
-ος,-ον + A 0-0-0-2-0=2 Jb 19,12; 31,9laid waiting Jb 31,9; set in ambush Jb 19,12 -
5 ἐγκάθετος
A put in secretly, suborned,προέδρους ἐ. ὑφέντες Pl.Ax. 368e
, cf. D.Ep.3.34, Plb.13.5.1, Ev.Luc.20.20, J.BJ6.5.2. Adv. - τως, δημηγορεῖν D.S.16.68
.II of a child, = εἰσποιητός, Hyp.Fr.56.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκάθετος
-
6 εγκάθετος
1) clapper2) hecklerΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εγκάθετος
-
7 εγκαθέτως
-
8 ἐγκαθέτως
-
9 εγκάθετον
ἐγκάθετοςput in secretly: masc /fem acc sgἐγκάθετοςput in secretly: neut nom /voc /acc sgἐγκαθίημιlet down: aor imperat act 2nd dualἐγκαθίημιlet down: aor ind act 2nd dual (epic ionic) -
10 ἐγκάθετον
ἐγκάθετοςput in secretly: masc /fem acc sgἐγκάθετοςput in secretly: neut nom /voc /acc sgἐγκαθίημιlet down: aor imperat act 2nd dualἐγκαθίημιlet down: aor ind act 2nd dual (epic ionic) -
11 εγκαθέτου
-
12 ἐγκαθέτου
-
13 εγκαθέτους
-
14 ἐγκαθέτους
-
15 εγκαθέτων
ἐγκάθετοςput in secretly: masc /fem /neut gen plἐγκαθίημιlet down: aor imperat act 3rd dual -
16 ἐγκαθέτων
ἐγκάθετοςput in secretly: masc /fem /neut gen plἐγκαθίημιlet down: aor imperat act 3rd dual -
17 εγκάθετοι
-
18 ἐγκάθετοι
См. также в других словарях:
ἐγκάθετος — put in secretly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκάθετος — η, ο (AM ἐγκάθετος, ον) αυτός που επίτηδες τοποθετήθηκε κάπου για να χρησιμοποιηθεί στην κατάλληλη στιγμή, βαλτός αρχ. θετός γιος … Dictionary of Greek
εγκάθετος — η, ο (για ανθρώπους), ο επίτηδες τοποθετημένος σε θέατρο ή δημόσια συγκέντρωση, για να επιδοκιμάζει ή αποδοκιμάζει κάποιον στην κατάλληλη στιγμή, ο πληρωμένος, βαλτός, κλακέρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγκαθέτως — ἐγκάθετος put in secretly adverbial ἐγκάθετος put in secretly masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάθετον — ἐγκάθετος put in secretly masc/fem acc sg ἐγκάθετος put in secretly neut nom/voc/acc sg ἐγκαθίημι let down aor imperat act 2nd dual ἐγκαθίημι let down aor ind act 2nd dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαθέτου — ἐγκάθετος put in secretly masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαθέτους — ἐγκάθετος put in secretly masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαθέτων — ἐγκάθετος put in secretly masc/fem/neut gen pl ἐγκαθίημι let down aor imperat act 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάθετοι — ἐγκάθετος put in secretly masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκέλευστος — ἐγκέλευστος, ον (Α) εγκάθετος, διαταγμένος, βαλτός … Dictionary of Greek
ενετός — ἐνετός, ή, όν (AM) [ἐνίημι] 1. αυτός που παρεμβάλλεται, παρέμβλητος 2. αυτός που διαχέεται μέσα σε κάτι 3. βαλτός, εγκάθετος … Dictionary of Greek