-
1 ἐγκολπίας
ἐγκολπ-ίας ἄνεμος, a local windGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκολπίας
-
2 ἐγκολπίζω
II [voice] Med., with [tense] pf. [voice] Pass., take in one's bosom,ὥσπερ ἑρπετὰ τοὺς ἀπορρήτους λόγους Plu.2.508d
, cf. Plot. 1.4.6; embrace,θεὸς ἐγκεκόλπισται τὰ ὅλα Ph.1.425
; περίοδος πολλοὺς ἀγκῶνας ἐγκολπιζομένη a period embracing many turns of expression, D.H.Dem.4 (vulg. ἐγκαλλωπιζομένη) ; [ἰχθῦς] ἐ. τῇ σαγήνῃ to catch fish in the belly of the net, Alciphr.1.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκολπίζω
-
3 ἐγκόλπιος
ἐγκόλπ-ιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκόλπιος
-
4 ἐγκολπισμός
ἐγκολπ-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκολπισμός
-
5 ἐγκολπόω
A make full and round, like the folds of a robe, Orph.A. 1183 (tm.):—[voice] Pass., ἐγκεκολπῶσθαι to be curved into a bay or bays, Arist.Mu. 393a23:—[voice] Med., put in the fold of one's robe: hence metaph., 'have in one's pocket',τὴν τοῦ Καίσαρος ἰσχύν D.C.48.52
:—[voice] Pass., to have folded round one,χιτῶνα ἐνεκεκόλπωτο Id.62.2
: metaph., .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκολπόω
См. также в других словарях:
-ίας — επίθημα με μεγάλη παραγωγική δύναμη ήδη από την Αρχαία Ελληνική, που εμφανίζεται μέχρι σήμερα σε λ. με ποικιλία σημασιών. Ανάγεται σε ΙE * iyā και μαρτυρείται σε λίγες λ. ήδη στον Όμηρο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ιων. αττ. και στην Κοινή … Dictionary of Greek