-
1 εγκεράσασα
-
2 ἐγκεράσασα
-
3 ἐγκεράσᾶσα
ἐγκεράσᾶσα: see ἐγκίρνημι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐγκεράσᾶσα
-
4 ἐγκεράννυμι
A mix, esp. wine,οἶνόν τ' ἐγκεράσασα πιεῖν Il.8.189
;τρεῖς μόνους κρατῆρας ἐγκεραννύω Eub.94.1
(cf. ἐγκίρνημι); ἐ. τι εἰς ὄνομα Pl.Cra. 427c
:—[voice] Med., mix for oneself: metaph., concoct,πρήγματα μεγάλα Hdt.5.124
; ἐγκεράσασθαι παιδιάν mix in a little amusement, Pl.Plt. 268d, cf. Luc.Am.19.II [voice] Pass., to be multiplied together, of numbers, Theol.Ar.45.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκεράννυμι
-
5 ἐγκίρνημι
ἐγ - κίρνημι, aor. part. ἐγκεράσᾶσα: mix in, οἶνον, Il. 8.189†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐγκίρνημι
См. также в других словарях:
ἐγκεράσασα — ἐγκεράσᾱσα , ἐγκεράννυμι mix aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)