-
1 εγκατάλειμμα
-
2 ἐγκατάλειμμα
-
3 εγκαταλειμμα
- ατος τό остаток, след(τοῦ εἰδώλου Epicur. ap. Diog.L.)
ἐγκαταλείμματα περισωθέντα Arst. — сохранившиеся отрывки -
4 ἐγκατάλειμμα
ἐγκατάλειμμα, ατος, τό (ἐν + κατά + λείπω, s. next entry; Aristot., Fgm. 13 Rose; PPetr II, 4 [11], 2 [255/254 B.C.]; LXX; TestSim 6:3) something that is left (over), remnant, posterity 1 Cl 14:5 (Ps 36:37).—DELG s.v. λείπω.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐγκατάλειμμα
-
5 ἐγκατάλειμμα
-ατος + τό N 3 2-0-1-4-0=7 Dt 28,5.17; Jer 11,23; Ps 36(37),37.38remnant, residue Jer 11,23*Dt 28,5.17 ἐγκαταλείμματα remnant, surplus-ארשׁ for MT ארתשׁמ?Cf. CAIRD 1968b=1972 126 (Dt 28,5.17); TOV 1984a, 68 -
6 ἐγκατάλειμμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκατάλειμμα
-
7 ἐγκατάλειμμα
ἐγ-κατά-λειμμα, τό, das Überbleibsel -
8 εγκαταλειμμάτων
-
9 ἐγκαταλειμμάτων
-
10 εγκαταλείμμασιν
-
11 ἐγκαταλείμμασιν
-
12 εγκαταλείμματα
-
13 ἐγκαταλείμματα
-
14 εγκαταλείμματι
-
15 ἐγκαταλείμματι
-
16 εγκαταλείμματος
-
17 ἐγκαταλείμματος
См. также в других словарях:
εγκατάλειμμα — ἐγκατάλειμμα, το (AM) 1. ό,τι έχει απομείνει, το κατάλοιπο 2. ό,τι απέμεινε από τα αχνάρια κάποιου 3. υπόλειμμα, κατακάθι, βόρβορος 4. δοχείο όπου συγκέντρωναν όσα προϊόντα περίσσευαν … Dictionary of Greek
ἐγκατάλειμμα — remnant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλειμμάτων — ἐγκατάλειμμα remnant neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλείμμασιν — ἐγκατάλειμμα remnant neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλείμματα — ἐγκατάλειμμα remnant neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλείμματι — ἐγκατάλειμμα remnant neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλείμματος — ἐγκατάλειμμα remnant neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
олек — верхняя часть пчелиной борти, где начинаются соты , костром., владим. (Даль), др. русск. олѣкъ, РП (Карский, РП 103), укр. олiк, блр. олёк. Связано со ст. слав. отълѣкъ τὰ κατάλοιπα, ἐγκατάλειμμα остаток (Рs. Sin.). Родственно лит. ãtlaikas… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ԶԱՒԱԿ — (ի, աց.) NBH 1 0722 Chronological Sequence: Unknown date, 13c գ. σπέρμα semen ἕκγονον foetus, soboles κατάλειμμα , ἑγκατάλειμμα residuum, reliquum Ծնունդ եւ սերունդ ուրուք. ուստր եւ դուստր. որդի. թոռն. զարմ. տոհմ. մնացորդ կամ յաջորդ ազգի ամենայն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՄՆԱՑՈՒԱԾ — (ոյ, ոց.) NBH 2 0287 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 10c Նոյն ընդ վվ. (=ՄՆԱՑՈՐԴՈՒԹԻՒՆ, ՄՆԱՑՈՐԴ). Որպէս մնացեալ ինչ. յաւելուած. եւ Պակասորդ. իբր յն. κατάλοιπον, ἑγκατάλειμμα, ὐπομονή. *Յագեցան կերակրովք, եւ թողին… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)