-
1 εγκαταλειμμα
- ατος τό остаток, след(τοῦ εἰδώλου Epicur. ap. Diog.L.)
ἐγκαταλείμματα περισωθέντα Arst. — сохранившиеся отрывки
См. также в других словарях:
εγκατάλειμμα — ἐγκατάλειμμα, το (AM) 1. ό,τι έχει απομείνει, το κατάλοιπο 2. ό,τι απέμεινε από τα αχνάρια κάποιου 3. υπόλειμμα, κατακάθι, βόρβορος 4. δοχείο όπου συγκέντρωναν όσα προϊόντα περίσσευαν … Dictionary of Greek
ἐγκατάλειμμα — remnant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλειμμάτων — ἐγκατάλειμμα remnant neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλείμμασιν — ἐγκατάλειμμα remnant neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλείμματα — ἐγκατάλειμμα remnant neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλείμματι — ἐγκατάλειμμα remnant neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλείμματος — ἐγκατάλειμμα remnant neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
олек — верхняя часть пчелиной борти, где начинаются соты , костром., владим. (Даль), др. русск. олѣкъ, РП (Карский, РП 103), укр. олiк, блр. олёк. Связано со ст. слав. отълѣкъ τὰ κατάλοιπα, ἐγκατάλειμμα остаток (Рs. Sin.). Родственно лит. ãtlaikas… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ԶԱՒԱԿ — (ի, աց.) NBH 1 0722 Chronological Sequence: Unknown date, 13c գ. σπέρμα semen ἕκγονον foetus, soboles κατάλειμμα , ἑγκατάλειμμα residuum, reliquum Ծնունդ եւ սերունդ ուրուք. ուստր եւ դուստր. որդի. թոռն. զարմ. տոհմ. մնացորդ կամ յաջորդ ազգի ամենայն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՄՆԱՑՈՒԱԾ — (ոյ, ոց.) NBH 2 0287 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 10c Նոյն ընդ վվ. (=ՄՆԱՑՈՐԴՈՒԹԻՒՆ, ՄՆԱՑՈՐԴ). Որպէս մնացեալ ինչ. յաւելուած. եւ Պակասորդ. իբր յն. κατάλοιπον, ἑγκατάλειμμα, ὐπομονή. *Յագեցան կերակրովք, եւ թողին… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)