Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐγερτήριον

См. также в других словарях:

  • ἐγερτήριον — excitement neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγερτήρια — ἐγερτήριον excitement neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγερτήριο — το (AM ἐγερτήριον) νεοελλ. 1. πρωινό σάλπισμα για να ξυπνήσουν οι στρατιώτες 2. επιτραπέζιο ρολόι που χτυπά για να ξυπνά τον κοιμισμένο, ξυπνητήρι (αρχ. μσν.) 1. μέσο διέγερσης 2. προτροπή, παρακίνηση …   Dictionary of Greek

  • Συνοδινός, Παναγιώτης — (1836 – 1912). Ποιητής και πεζογράφος. Διετέλεσε διοικητικός υπάλληλος και νομάρχης σε διάφορους νομούς. Το όνομά του συνδέεται κυρίως με την πατριωτική ποίηση της εποχής του, της οποίας ήταν ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους. Μνημονεύεται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»