Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐγγύτατος

См. также в других словарях:

  • ἐγγύτατος — nearer masc nom sg ἐγγύτερος nearer masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγγύτατος — Η έννοια απαντά στη θεωρία των καμπυλών και των επιφανειών (διαφορική γεωμετρία). Αν Γ είναι μία καμπύλη στον τρισδιάστατο χώρο και Μ ένα σημείο της, F είναι μία οικογένεια καμπυλών (είτε επιφανειών) του χώρου με κοινό τους σημείο το Μ, και η Γ… …   Dictionary of Greek

  • Εγγύτατος του Κενταύρου — (Αστρον.). Αστέρας του αστερισμού του Κενταύρου, ο πλησιέστερος (4,3 έτη φωτός) στη Γη. Βλ. λ. Κένταυρος …   Dictionary of Greek

  • ἐγγυτάτων — ἐγγύτατος nearer fem gen pl ἐγγύτατος nearer masc/neut gen pl ἐγγύτερος nearer masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγύτατον — ἐγγύτατος nearer masc acc sg ἐγγύτατος nearer neut nom/voc/acc sg ἐγγύτερος nearer masc/fem acc sg ἐγγύτερος nearer neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγυτάτη — ἐγγύτατος nearer fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγυτάτην — ἐγγύτατος nearer fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγυτάτου — ἐγγύτατος nearer masc/neut gen sg ἐγγύτερος nearer masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγυτάτους — ἐγγύτατος nearer masc acc pl ἐγγύτερος nearer masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγυτάτῳ — ἐγγύτατος nearer masc/neut dat sg ἐγγύτερος nearer masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγύτατοι — ἐγγύτατος nearer masc nom/voc pl ἐγγύτερος nearer masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»