Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐβίσκος

См. также в других словарях:

  • ἐβίσκος — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εβίσκος — ο και εβίσκη, η ονομασία τού φυτού αλθαία, αγριομολόχα …   Dictionary of Greek

  • ἐβίσκον — ἐβίσκος fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐβίσκου — ἐβίσκος fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐβίσκῳ — ἐβίσκος fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Eibisch, der — Der Eibisch, des es, plur. inus. ein Nahme, der besonders zweyen Pflanzen gegeben wird. 1) Der Althaea officinalis, L. welche in Europa in salzigen und feuchten Gegenden wild wächset, und auch Ibisch, Heilwurz, wilde Pappel, weiße Pappel,… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • ιβίσκος — (Hibiscus). Γένος φυτών της οικογένειας των μαλαχιδών (δικοτυλήδονα). Μερικά είδη κατάγονται από την Ανατολή, ενώ άλλα από τη βόρεια Αφρική. Τα φύλλα του είναι κατ’ εναλλαγή, λοβώδη, παλαμόνευρα, έμμισχα. Τα άνθη έχουν πέντε πέταλα. Αυτά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»