Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐ)θελήμων

См. также в других словарях:

  • θελήμων — θελήμων, ον (Α) [θέλημα] αυτός που θέλει, ο θεληματικός …   Dictionary of Greek

  • θελήμων — voluntary masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελήμονα — θελήμων voluntary neut nom/voc/acc pl θελήμων voluntary masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελήμονες — θελήμων voluntary masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελήμονι — θελήμων voluntary dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελήμονος — θελήμων voluntary gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελημοσύνη — θελημοσύνη, ἡ (Α) [θελήμων] πάπ. η θέληση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»