Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

Ἀώς

См. также в других словарях:

  • ἀῶς — ἠώς dawn fem acc pl (doric) ἠώς dawn fem nom/voc pl (doric aeolic) ἠώς dawn fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀώς — ἠώς dawn fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Эос — (эол. Αυως, ион. Hώίς, дор. Αώς, атт. Έως, из пра греч. ausos; сюда же относится лат. Aurora) богиня зари, дочь Гипериона и Теи, сестра Гелиоса и Селены (по другим вариантам она была дочерью Гелиоса; матерью её считалась иногда и Ночь). Э.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για …   Dictionary of Greek

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

  • ηώς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Προσωποποίηση της αυγής, θυγατέρα του Υπερίωνα και της Θείας και αδελφή του Ήλιου και της Σελήνης. Κατοικούσε στον Ωκεανό, στις μυστηριώδεις περιοχές της Ανατολής. Σύζυγός της ήταν o Αστραίας και από την ένωσή τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»