Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Ἀχαϊκός

См. также в других словарях:

  • Ἀχαικός — Ἀχαϊκός , Ἀχαϊκός masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχαϊκός — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Δεκεμβρίου. 2. Ο απόστολος. Μαθητής και συνεργάτης του αποστόλου Παύλου. Η μνήμη του τιμάται στις 5 Ιουνίου. * * * ή, ό (Α ἀχαιικός, ή, όν) [Αχαιός] αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • αχαϊκός — ή, ό αυτός που έχει να κάνει με την Αχαΐα ή τους Αχαιούς: Γνωστή είναι από την ιστορία η αχαϊκή συμπολιτεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀχαικά — Ἀχαϊκά , Ἀχαϊκός neut nom/voc/acc pl Ἀχαϊκά̱ , Ἀχαϊκός fem nom/voc/acc dual Ἀχαϊκά̱ , Ἀχαϊκός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Achaikos Kyrix — Infobox Newspaper name = Achaikos Kyrix Αχαϊκός Κήρυξ type = Weekly (until the early to mid 20th century) format = owners = foundation = 1840 headquarters = Patras, Greece website = Achaikos Kyrix (Greek: Αχαϊκός Κύρηξ) was a newspaper that was… …   Wikipedia

  • Ἀχαικῶν — Ἀχαϊκῶν , Ἀχαϊκός fem gen pl Ἀχαϊκῶν , Ἀχαϊκός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχαικόν — Ἀχαϊκόν , Ἀχαϊκός masc acc sg Ἀχαϊκόν , Ἀχαϊκός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ωλένιος — ία, ον, Α [Ώλενος] Αχαϊκός …   Dictionary of Greek

  • δαρεικός — Χρυσό βασιλικό νόμισμα των Aχαιμενιδών Περσών, που το έκοψε πρώτος ο Δαρείος Α’, γιος του Υστάσπη (521 485 π.Χ.). Ήταν από καθαρό χρυσάφι, είχε ακριβώς το ίδιο βάρος με τον αθηναϊκό στατήρα και ισοδυναμούσε με 20 αττικές δραχμές. Στη μία όψη του… …   Dictionary of Greek

  • λάζω — (I) λάζω (Α) (αχαϊκός τ. αντί λάζομαι) λαμβάνω, παίρνω, αρπάζω. (II) λάζω (Α) 1. χτυπώ με το πόδι, λακτίζω, κλοτσώ 2. (κατά τον Ησύχ.) «λάζειν ἐξυβρίζειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. λάξαι (= λακτίσαι, κατά τον Ησύχ.) < θ. λαξ (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • πολεμολαμαχαϊκός — ή, όν, Α κωμική λέξη στον Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + Λάμαχος + Ἀχαϊκός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»