Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Αχαιϊκός

См. также в других словарях:

  • Ἀχαιικός — Ἀχαιϊκός , Ἀχαιικός of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχαιικῶν — Ἀχαιϊκῶν , Ἀχαιικός of fem gen pl Ἀχαιϊκῶν , Ἀχαιικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχαιικόν — Ἀχαιϊκόν , Ἀχαιικός of masc acc sg Ἀχαιϊκόν , Ἀχαιικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχαϊκός — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Δεκεμβρίου. 2. Ο απόστολος. Μαθητής και συνεργάτης του αποστόλου Παύλου. Η μνήμη του τιμάται στις 5 Ιουνίου. * * * ή, ό (Α ἀχαιικός, ή, όν) [Αχαιός] αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • δαρεικός — Χρυσό βασιλικό νόμισμα των Aχαιμενιδών Περσών, που το έκοψε πρώτος ο Δαρείος Α’, γιος του Υστάσπη (521 485 π.Χ.). Ήταν από καθαρό χρυσάφι, είχε ακριβώς το ίδιο βάρος με τον αθηναϊκό στατήρα και ισοδυναμούσε με 20 αττικές δραχμές. Στη μία όψη του… …   Dictionary of Greek

  • Ἀχαιικοί — Ἀχαιϊκοί , Ἀχαιικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχαιικοῦ — Ἀχαιϊκοῦ , Ἀχαιικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχαιικούς — Ἀχαιϊκούς , Ἀχαιικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχαιικάς — Ἀχαιϊκά̱ς , Ἀχαιικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχαιικήν — Ἀχαιϊκήν , Ἀχαιικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχαιικῶι — Ἀχαιϊκῷ , Ἀχαιικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»