-
1 Αττικος
I3аттический, афинский Her., Aesch., Arph., Xen., Plut.Ἀ. πάροικος погов. Arst. — аттический, т.е. беспокойный или опасный сосед
IIὅ житель Аттики Arph., Plut. -
2 Αττικός
-
3 Ἀττικός
-
4 ἀττικός
-
5 Ἀττικός
A Attic, Athenian, Sol.2, Alc.32, A.Eu. 681, etc.; σφόδρ'.. Ἀττικάς of true Attic breed, Ar.Lys.56; Ἀ. πάροικος, prov. of a troublesome neighbour, Arist.Rh. 1395a18.II ἡ Ἀττική (sc. γῆ) Attica, Hdt.5.76, etc.; cf. Ἀτθίς.III Gramm., Ἀττικοί, οἱ, Attic writers, Longin.34.2, Phryn.302, etc.; Ἀ. γράμματα the Attic alphabet, D.59.76, Paus.6.19.6; Ἀ. σχῆμα, use of nom. for voc., A.D.Synt.214.2; χρῆσις ib.59.20; -κόν, τό, the Attic style, Plu.2.79d: [comp] Comp.- ώτερος Cic.Att.1.13.5
(with play on the name Atticus): [comp] Sup., ib.15.1b.2. Adv.- κῶς D.16.2
codd., Luc.Sol.6: [comp] Comp.- ώτερον A.D.Adv.132.20
.IV Ἀττικόν, τό, a remedy, Hp.Epid.4.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀττικός
-
6 ἀττικός
-
7 Άττικός
Άττικός, ΆτθίςGrammatical information: adj.Meaning: adj. of AthensOther forms: Also ᾽Ατθικός (IG IV2 1,104), ᾽Αθικός IG IV2 1,102. Fem. ᾽Ατθίς `Attic', esp. the land `Attica'.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Fron the same root as Athens, showing θ, geminated τθ, and wihtout aspiration ττ; typical Pre-Greek variants. S. ᾽Αθῆναι. Chantr. Études 108ff.See also: ΆθῆναιPage in Frisk: --Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Άττικός
-
8 αττικός
η, ό[ν] аттический;αττικόν άλας — аттическая соль, тонкий юмор
-
9 χρῡσ-άττικος
χρῡσ-άττικος, ὁ, οἶνος, ein künstlicher Wein, Alex. Trall.
-
10 ψευδ-αττικός
ψευδ-αττικός, falsch, unächt attisch, Luc. Soloec. 7.
-
11 ἀν-άττικος
ἀν-άττικος, unattisch, Eustath. u. a. Gramm.
-
12 ὑπ-αττικός
ὑπ-αττικός, ein wenig attisch, Timon bei D. L. 2, 19.
-
13 ὑπερ-αττικός
ὑπερ-αττικός, ή, όν, übermäßig Attisch, die Nachahmung der attischen Mundart im Sprechen u. Schreiben übertreibend; Luc. Lexiph. 25; ὑπεραττικῶς ἀποκριϑείς, Demon. 26; a. Sp.
-
14 Άτθίς
Άττικός, ΆτθίςGrammatical information: adj.Meaning: adj. of AthensOther forms: Also ᾽Ατθικός (IG IV2 1,104), ᾽Αθικός IG IV2 1,102. Fem. ᾽Ατθίς `Attic', esp. the land `Attica'.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Fron the same root as Athens, showing θ, geminated τθ, and wihtout aspiration ττ; typical Pre-Greek variants. S. ᾽Αθῆναι. Chantr. Études 108ff.See also: ΆθῆναιPage in Frisk: --Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Άτθίς
-
15 Αττικά
ἈττικόςAttic: neut nom /voc /acc plἈττικά̱, ἈττικόςAttic: fem nom /voc /acc dualἈττικά̱, ἈττικόςAttic: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
16 Ἀττικά
ἈττικόςAttic: neut nom /voc /acc plἈττικά̱, ἈττικόςAttic: fem nom /voc /acc dualἈττικά̱, ἈττικόςAttic: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
17 Αττικώτερον
ἈττικόςAttic: adverbial compἈττικόςAttic: masc acc comp sgἈττικόςAttic: neut nom /voc /acc comp sg -
18 Ἀττικώτερον
ἈττικόςAttic: adverbial compἈττικόςAttic: masc acc comp sgἈττικόςAttic: neut nom /voc /acc comp sg -
19 Αττικωνικος
-
20 Αττικωτέρα
Ἀττικωτέρᾱ, ἈττικόςAttic: fem nom /voc /acc comp dualἈττικωτέρᾱ, ἈττικόςAttic: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
Ἀττικός — Attic masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αττικός — I Όνομα ιστορικών προσώπων, Ελλήνων και Ρωμαίων, στους ρωμαϊκούς χρόνους. 1. Ηρώδης (βλ. λ. Ηρώδης ο Αττικός). 2. Τίτος Πομπώνιος Α. (Ρώμη 109 32 π.Χ.). Καταγόταν από οικογένεια που καταγόταν απο τον βασιλιά της αρχαίας Ρώμης Νουμά Πομπίλιον.… … Dictionary of Greek
αττικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αττική, ιδιαίτερα στην Αθήνα: Στην αττική διάλεκτο γράφτηκαν τα καλύτερα έργα της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας. 2. αυτός που ταιριάζει περισσότερο στους αττικούς, ιδιαίτερα στους Αθηναίους: Τα αττικά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ηρώδης o Αττικός — (Μαραθώνας 101 – 177 μ.Χ.). Αθηναίος λόγιος και σοφιστής. Κληρονόμησε από τον πατέρα του μεγάλη περιουσία, μεγάλο μέρος της οποίας διέθεσε σε κοινωφελή έργα και για την προστασία των τεχνών. Διδάχθηκε τη φιλοσοφία και τη ρητορική από διάσημους… … Dictionary of Greek
Ἀττικά — Ἀττικός Attic neut nom/voc/acc pl Ἀττικά̱ , Ἀττικός Attic fem nom/voc/acc dual Ἀττικά̱ , Ἀττικός Attic fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀττικώτερον — Ἀττικός Attic adverbial comp Ἀττικός Attic masc acc comp sg Ἀττικός Attic neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παμφαίος — Αττικός αγγειοπλάστης του τέλους του 6ου αι. π.Χ. της μεταβατικής περιόδου από τη μελανόμορφη στην ερυθρόμορφη τεχνική. Από τα 31 αγγεία που διασώθηκαν με την υπογραφή του, ζωγραφισμένα από διάφορους αγγειογράφους, μόνο 7 ανήκουν στην παλαιά… … Dictionary of Greek
Ἀττικῶν — Ἀττικός Attic fem gen pl Ἀττικός Attic masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀττικόν — Ἀττικός Attic masc acc sg Ἀττικός Attic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀττικώτατα — Ἀττικός Attic adverbial superl Ἀττικός Attic neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀττικώτατον — Ἀττικός Attic masc acc superl sg Ἀττικός Attic neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)