Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Ἀσίης

См. также в других словарях:

  • Ἀσίης — Ἀ̱σίης , Ἄσιος fem gen sg (epic ionic) Ἀσία Asia fem gen sg (epic ionic) Ἀσίης masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσίης — ἄσιος Asian fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσία — Ἀ̱σίᾱ , Ἄσιος fem nom/voc/acc dual Ἀ̱σίᾱ , Ἄσιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ἀσίᾱ , Ἀσία Asia fem nom/voc/acc dual (ionic) Ἀσίᾱ , Ἀσία Asia fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) Ἀσίᾱ , Ἀσίης masc nom/voc/acc dual Ἀσίᾱ , Ἀσίης… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσίας — Ἀ̱σίᾱς , Ἄσιος fem acc pl Ἀ̱σίᾱς , Ἄσιος fem gen sg (attic doric aeolic) Ἀσίᾱς , Ἀσία Asia fem acc pl (ionic) Ἀσίᾱς , Ἀσία Asia fem gen sg (attic doric ionic aeolic) Ἀσίᾱς , Ἀσίης masc acc pl Ἀσίᾱς , Ἀσίης masc nom sg (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TANAIS — I. TANAIS incolis Don, fluv. Sarmatiae Europaeae notissimus et maximus, illam ab Asia disterminans, in Moscorum finibus oriens, et in meridiem oblique decurrens, ac in Moeoticam paludem magnâ vi aquarum influens. Silus Scythis dicitur, teste… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άνω — (I) ἄνω (Α) 1. διανύω, τελειώνω 2. παθ. (κυρίως για χρονική περίοδο) φθάνω στο τέρμα, προχωρώ προς το τέλος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνFω. Παράλληλος τ. του ανύω, που απαντά στον Όμηρο, στον Ηρόδοτο και στους ποιητές]. (II) (Α ἄνω) επίρρ. 1. επάνω 2.… …   Dictionary of Greek

  • καρτερός — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 550 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του νομού, 7 χλμ. Α της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γουβών. Κοντά στον οικισμό …   Dictionary of Greek

  • ολιγαχόθεν — ὀλιγαχόθεν (Α) επίρρ. από λίγους τόπους, από λίγα μέρη («ἀπὸ τῆς τε Ἀσίης καὶ τῆς Λιβύης ὀλιγαχόθεν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής λ. ὀλίγος + ουρανικό πρόσφυμα με αχ (πρβλ. αλλαχόθεν, μοναχόθεν) + επιρρμ. κατάλ. θεν) …   Dictionary of Greek

  • πανταχόθεν — ΝΜΑ επίρρ. από κάθε μέρος, από παντού («ἐκ τῆς Ἀσίης πανταχόθεν», Ηρόδ.) μσν. σε όλα τα μέρη («καὶ τῆς φήμης πανταχόθεν διαδοθείσης», Μηναί) αρχ. με κάθε τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + ουρανικό πρόσφυμα αχ + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • τριτημόριος — α, ο / τριτημόριος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ουδ. τριταμόριον Α 1. αυτός που αποτελεί το ένα τρίτο ενός συνόλου 2. το ουδ. ως ουσ. το τριτημόριο(ν) α) το ένα τρίτο, καθένα από τα τρία ίσα μέρη ενός συνόλου β) μουσ. το ένα τρίτο τού τόνου μσν. 1. ο… …   Dictionary of Greek

  • Ἀσιῶν — Ἀσία Asia fem gen pl (ionic) Ἀσίης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»