-
1 Αρμενία
η Армения;'Αρμενική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία Армянская Советская Социалистическая Республика -
2 αρμένικα
τα, αρμένική η армянский язык -
3 αρμένικος
η, ο, αρμένικός, η ό[ν] армянский;§ αρμένικΉ βίζιτα — затянувшийся визит
-
4 μηλέα
A apple-tree, Pyrus malus,μηλέαι ἀγλαόκαρποι Od.7.115
, cf. Thphr.HP3.3.1, CP2.11.6, Androt. ap. Ath.3.82c, etc.; μ. ἐαρινή is a variety, Thphr.HP2.1.3, PCair.Zen.486.2 (iii B. C.); μ. Ἀρμενική apricot, Prunus Armeniaca, Gal.6.76; μ. γλυκεῖα jenneting, Pyrus praecox, Thphr.HP4.13.2; μηλείη in Nic.Al. 230, Nonn.D.12.275; ἡ Περσικὴ μ. citron, Citrus Medica, Thphr.HP1.11.4, CP1.11.1 (but, peach, Prunus persica in Gal.12.76); also calledἡ Μηδικὴ μ. Thphr.CP1.18.5
, cf. HP1.13.4; μ. Κυδωνία quince, malus Punica, Dsc.1.115. [Disyll. in Od.24.340.] -
5 Ἀρμενία
Ἀρμεν-ία, ἡ,A Armenia, ἡ μεγάλη andἡ μικρά Str.11.12.3
and 4 sq., cf. App.Mith. 105:—Adj. [full] Ἀρμένιος, α, ον, Armenian: also [full] Ἀρμενιακός, ή, όν, Str.11.14.12: -κόν, τό, apricot, Prunus Armeniaca, Dsc. 1.115, Gal.6.593 (also [full] Ἀρμενική (sc. μηλέα) Id.12.76): limestone coloured blue by copper carbonate,Id.
5.105;χρυσόκολλα Ἀ. Dsc.5.89
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀρμενία
См. также в других словарях:
Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… … Dictionary of Greek
αρμένικος — η, ο και κός, ή, ό (AM ἀρμενικός, ή, όν) αυτός που ανήκει σε Αρμένιο (ή Αρμενίους) ή που προέρχεται απ αυτόν νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η Αρμενική η αρμενική γλώσσα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Αρμένικα η αρμενική γλώσσα 3. φρ. α) «αρμένικη… … Dictionary of Greek
Δαβίδ — I (τέλη 5ου – αρχές 6ου αι. μ.Χ.). Νεοπλατωνικός φιλόσοφος από το Νέρκεν της Αρμενίας. Ο πρώτος του δάσκαλος ήταν ο Αρμένιος πατριάρχης Ισαάκ Α’. Πραγματοποίησε τις σπουδές του στην Αθήνα, στην Έδεσσα, στην Κωνσταντινούπολη και στην Αλεξάνδρεια.… … Dictionary of Greek
Ινδοευρωπαίοι — Ονομασία των λαών που ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ομάδα. Περιλαμβάνει τις γλώσσες που ομιλούνται στην Ευρώπη και στην Ασία και έχουν κοινή γλωσσική καταγωγή. Η έννοια Ι. γεννήθηκε τον 19ο αι., όταν η μελέτη του ινδουισμού οδήγησε πολλούς… … Dictionary of Greek
βερικοκιά — Δέντρο της οικογένειας των ροδιδών, στην οποία υπάγονται και άλλα πιο μεγάλα οπωροφόρα. Κατάγεται από την κεντρική Ασία. Στην Ελλάδα μεταφέρθηκε πιθανώς κατά τον 1ο αι. π.Χ. Η επιστημονική του ονομασία είναι προύνος η αρμενική. Καλλιεργούνται… … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
Ευσέβιος — I (; – 309; μ.Χ.). Πάπας της Ρώμης (309;) και άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, ελληνικής καταγωγής. Ο E., επειδή πολεμήθηκε από τον Ηράκλειο, ο οποίος διεκδικούσε τον θρόνο, εξορίστηκε από τον Μαξέντιο για να αποφύγει πιθανές ταραχές. Η μνήμη… … Dictionary of Greek
Μεχιτάρ, Πέτρος — (Mechitar Petro, Σεβάστεια 1676 – 1746). Αρμένιος καθολικός λόγιος. Το 1700 ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη αρμένικη σχολή, εκδιώχθηκε όμως από τον πατριάρχη των Αρμενίων Αβεδίκ, οπότε κατέφυγε στη Μεθώνη, όπου κυριαρχούσαν ακόμα οι Ενετοί. Εκεί,… … Dictionary of Greek
αρμένικος — η, ο αυτός που γίνεται με τον (θεωρούμενο) τρόπο των Αρμενίων: Η βίζιτά μας ήταν αρμένικη· το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., αρμένικα η αρμενική γλώσσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βίζιτα — η 1. φιλική επίσκεψη 2. ο επισκέπτης 3. επίσκεψη γιατρού σε ασθενή 4. αμοιβή γιατρού για κάθε επίσκεψη 5. «αρμένικη βίζιτα» επίσκεψη μεγάλης διάρκειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. visita «επίσκεψη, επιθεώρηση»] … Dictionary of Greek
βερίκοκο — το (Μ βερίκοκ(κ)ον και βερίκουκον και βερικόκ(κ)ιον και βιροκόκιον) ο καρπός της βερικοκιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειες λέξεις, αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι τα μσν. βερίκοκκον / βερικόκκιον αποτελούν μεταπλασμένους τύπους < πραικόκιον < λατ.… … Dictionary of Greek