-
1 Αριμασποί
-
2 Ἀριμασποί
-
3 Αριμασποι
οἱ (тж. Ἀριμασπὸς στρατός Aesch.), аримаспы ( баснословное племя одноглазых людей) Her., Aesch. -
4 Ἀριμασποί
Ἀριμασποί, οἱ, Scythian word, meaningGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀριμασποί
-
5 Arimaspi
Ἀριμασποί, οἱ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Arimaspi
-
6 Arimaspi
-
7 Αριμασποίς
-
8 Ἀριμασποῖς
-
9 Αριμασποίσιν
-
10 Ἀριμασποῖσιν
-
11 Αριμασπούς
-
12 Ἀριμασπούς
-
13 Αριμασπών
-
14 Ἀριμασπῶν
-
15 Arimaspi
Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > Arimaspi
-
16 Ἀρειμανής
II Ἀρειμανής· ὁ Ἀΐδης, παρὰ Πέρσαις, Hsch.; cf.sq.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀρειμανής
См. также в других словарях:
Ἀριμασποί — one eyed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αριμασποί — Αρχαίος σκυθικός λαός μονοφθάλμων, κατά τον Ηρόδοτο, που τους τοποθετούσε στη σημερινή Σιβηρία· αναφέρει πως άρπαξαν από τους Γρύπες (φτερωτά τέρατα) χρυσάφι. O Στράβων λέει πως o ποιητής Αριστέας o Προκοννήσιος, που έζησε στις αρχές του 6ου αι.… … Dictionary of Greek
Ἀριμασποῖς — Ἀριμασποί one eyed masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριμασποῖσιν — Ἀριμασποί one eyed masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριμασπούς — Ἀριμασποί one eyed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριμασπῶν — Ἀριμασποί one eyed masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АРИАСПЫ — • Ariaspae, Άριάσπαι, по толкованию Риттера (Erdkunde 8, 66), «конный народ из Арии»; иногда называются Άριμασποί. Жили в южной части Дрангианы на границе Гедросии. Прозвище Εύεργέται было отличием тех, которые оказали личную услугу… … Реальный словарь классических древностей
АРИМАСПЫ — • Arimaspi, Άριμασποί, (Neumann, Hellenen im Scythenlande, 1, 195 производит имя из монгольского языка и переводит «горцы»), сказочный народ, живший будто бы на крайнем северо востоке, у Ринейских гор, т. е., вероятно, у золотоносного … Реальный словарь классических древностей