Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Οὖννοι

См. также в других словарях:

  • Ούννοι — Νομαδικός λαός μογγολικής καταγωγής, που στο β’ μισό του 4ου αι. μ.Χ. εγκατέλειψε τις στέπες του σημερινού Τουρκεστάν, εισέβαλε στη νότια Ρωσία, υποτάσσοντας ένα μέρος από τους εκεί εγκατεστημένους Γότθους, τους Οστρογότθους, ενώ παράλληλα… …   Dictionary of Greek

  • хиновский — языческий , хин, мн. хинове, СПИ, Задонщина, др. русск. хынъ, которое восходит к названию гуннов – ср. греч. Χοῦνοι, Οὖννοι, лат. Hunnī от кит. Hiung nu; см. Соболевский, AfslPh 30, 474; РФВ 64, 174; ИОРЯС 26, 8; Расовский, Semin. Kondakov. 8,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Мадьяры — господствующее племя в Транслейтанской части Австро Венгерской монархии (Королевство Венгрия). Главная масса этого племени живет в Средней Венгрии, по обоим берегам Дуная и Тисы; на З. их поселения доходят почти до самой границы королевства; в… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • UNI — qui et Unm, vel Hunni plerisque, popul. Grman. Qui thunni Eustathio dici videntur, quique ex Septentrione profecti, Italiam et Galliam oppressêre. Hi Avares etiam apud eginarthum,. Onogari Agathiae, unde nunc Hungari. Unni vero apud Dionys. sunt… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Οστρογότθοι — (= ανατολικοί Γότθοι). Κλάδος της γερμανικής φυλής των Γότθων, οι οποίοι στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. μετανάστευσαν από τη Βαλτική στη νότια Ρωσία και εγκαταστάθηκαν μεταξύ των ποταμών Δούναβη και Δον. Ο Δνείστερος τους χώρισε …   Dictionary of Greek

  • Ούγγροι — οι λαός που ανήκει στον ουγγροφιννικό κλάδο τής ουραλοαλταϊκής φυλής, αλλ. Μαγυάροι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. Οὔγγ(α)ροι < Οὐνούγουροι < Οὖννοι] …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αεροπός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Απόγονος του Τημένου, που ανήκε στο γένος των Ηρακλειδών, και αδελφός του Περδίκκα, ιδρυτή της μακεδονικής δυναστείας. Μαζί με τον Περδίκκα κι έναν τρίτο αδελφό, τον Γαυάνη, ο Α. είχε καταφύγει στη Λέβαια της Μακεδονίας από… …   Dictionary of Greek

  • γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… …   Dictionary of Greek

  • θεοδόσιος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Θ. ο Μέγας (Ισπανία 346 – Μιλάνο 395). Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (379 395) και μετά το 388 και της Δυτικής. Στην Ανατολή διαδέχθηκε τον Βαλέντιο –που βρήκε τραγικό τέλος στην… …   Dictionary of Greek

  • ουννάρχης — οὐννάρχης, ὁ (Μ) ο αρχηγός τών Ούννων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Οὖννοι + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. στρατ άρχης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»