-
1 ἀργοὺς
бездеятельныхἀργούςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀργοὺς
-
2 ἀργούς
бездеятельныхἀργοὺςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀργούς
-
3 αλλοθεν
adv. из другого места, с другой стороныἄ. ἄλλος Hom., Aesch., Soph. — каждый со своей стороны, отовсюду;
ἐκ Ἄργους καὴ ἄ. τῶν Ἑλλήνων Plat. — из Аргоса и из других мест Греции -
4 αυτοθεν
Theocr. тж. αὐτόθε adv.1) оттуда (отсюда) же, прямо с (э)того же самого места(αὐ. ἐξ ἕδρης Hom.; ἐκ τοῦ Ἄργους αὐ. Thuc.)
2) там (здесь) жеοἱ αὐ. Thuc. — местные жители;
ἤλπιζον αὐ. βιοτεύσειν Thuc. — они надеялись найти средства пропитания тут же на месте3) в первоначальном видеχρυσὸς αὐ. καθαρός Polyb. — самородное золото;
αὐ. ἀπραγμόνως χρῆσθαί τινι Plut. — употреблять что-л. (в пищу) без дополнительной обработки, в сыром виде4) тотчас же(αὐ. ἐκ Σαλαμῖνος Αἴαντα ἐπεκαλεῦντο Her.)
αὐ. ἐπιτίθεσθαί τινι Xen. — немедленно же приступать к чему-л.5) поэтому, в таком случае(αὐ. διανοήθητε Thuc.)
6) поспешно, наспех, впопыхах(αὐ. καὴ χωρὴς λόγου Polyb.)
7) прямо, напрямик(ἀλλά μοι λέγετε αὐ. Plat.)
8) само собойφαινόμενος αὐ. Plut. — самоочевидный
-
5 επαιτιος
21) виновный, повинныйοὔτι μοι ὔμμες ἐπαίτιοι Hom. — нисколько в моих глазах вы не виновны;
ἐπαίτιόν τινα πρός τινας ποιεῖν Plut. — обвинять кого-л. перед кем-л.2) обвиняемыйτὰ μυστικά, ὧν ἐ. ἦν Thuc. — мистерии, в (осквернении) которых обвинялся (Алкивиад)
3) достойный порицания, предосудительныйἡ ἐξ Ἄργους ἐ. ἀναχώρησις Thuc. — позорное отступление (Агида) от Аргоса;
ἐπαιτιώτατοι τῶν κινδύνων Lys. — наиболее компрометирующие ситуации (судебные дела). - см. тж. ἐπαίτια -
6 ευθυς
I- εῖα -ύ1) прямой, прямолинейный(ὁδος Pind., Thuc., Xen.; πλόος Pind.; ῥύγχος, πόροι, κίνησις Arst.)
2) прямой, открытый, искренний(τόλμα Pind.; λόγος Eur.)
3) правильный, справедливый(δίκη Pind., Aesch.). - см. тж. ἰθύς I и εὐθύ I и II
IIadv.1) прямо, напрямик(ἀπὸ τοῦ Ποσειδωνίου εὐ. ἐπὴ τέν γέφυραν Thuc.)
εὐ. πρὸς τὰ βασίλεια Xen. — прямо в царский дворец2) немедленно, сразу же, тут жеεὐ. ἐκ παιδός Plat. и ἐκ παιδίου Xen. — с самого детства;
εὐ. ἐξ ἀρχῆς Xen., Arst., κατ΄ ἀρχάς Plat., ἀπ΄ ἀρχῆς Arph. и ἐν ἀρχῇ Arst. — тотчас же, с самого же начала3) как разτοῦ θέρους εὐ. ἀρχομένου Thuc. — как раз в начале лета;
εὐ. νέοι ὄντες Thuc. — еще в юности4) как только, едва лишьεὐ. ἥκων Xen., Plut. — как только он пришел
5) вот, кстатиοἷον εὐ. Plut. и ὥσπερ εὐ. Arst. — вот например
ἡ εὐ. Ἄργους ὁδός Eur. — прямая дорога в Аргос
-
7 καλλιπρωρος
21) ( о корабле) с красивой носовой частью(Ἀργοῦς σκάφος Eur.)
2) с красивым лицом, красивый (sc. ἀνδρόπαις ἀνήρ Aesch.) -
8 καταξαινω
(pf. pass. κατέξασμαι и κατέξαμμαι)1) досл. (о шерсти) чесать, расчесывать, перен. тесать, обтесывать(λίθους Diod.)
2) рвать, вырывать(πλόκους κόμης Eur.)
3) растерзывать, избивать(καταξανθεὴς πέτροις Soph. или βολαῖς Eur.; κεφαλήν Plut.)
κ. τινὰ εἰς φοινικίδα Arph. — избить кого-л. до крови4) уничтожать, губить(ἄνθος Ἄργους Aesch.)
πυρὴ καταξανθείς Eur. — погибший от огня, сгоревший5) изнурять(τὰς ἕξεις Plut.)
; med.-pass. изнемогать(πόνοις Eur.)
δακρύοις καταξανθεῖσα Eur. — обессилевшая от слез;κατὰ γῆς ἐν τοῖς ὀρύγμασι καταξαινόμενοι τὰ σώματα Diod. — изнемогающие в подземных рудниках (иберийские рабы) -
9 κτιτης
-
10 λειψανον
τό1) тж. pl. остаток, остатки(φίλων Eur.; τῆς γῆς Plat.)
; обломки(Ἀργοῦς Eur.)
2) pl. останки(τοῦ σώματος Plat.; θανόντος Soph.)
3) pl. прочный след, неувядаемая слава(ἀγαθῶν ἀνδρῶν Eur.)
-
11 ξυλον
(ῠ) τό [ξύω и ξέω]1) pl. срубленный лес, бревнаξύλα τετράγωνα Her. — четырехгранные бревна, балки2) pl. поленья, дрова(ξύλα κάγκανα Hom.)
3) пень или столб(ξ. ἢ δρυὸς ἢ πεύκης Hom.)
4) деревянное сооружениеἈργοῦς ξ. Aesch. — корабль Арго;
ἵπποιο ξ. Anth. — (Троянский) деревянный конь5) дубинка, палица, палка(ἔχοντες ξύλα Her.; μετὰ μαχαιρῶν καὴ ξύλων NT.)
6) шейная или ножная колодка(ξ. σιδηρόδετον Her.; ἐν τῷ ξύλῳ δεδέσθαι Lys.)
7) скамьяπρῶτον ξ. Arph. — первая скамья (в афинском театре, предназначавшаяся для πρυτάνεις)
8) стол менялы Dem.9) дерево(ὄρος δασὺ παντοδαποῖς ξύλοις Xen.; ξ. τῆς ζωῆς NT.)
τὸ ξ. τῆς ἀμπέλου Eur. — виноградная лоза;εἴρια ἀπὸ ξύλου Her. — древесная шерсть, т.е. хлопок;10) NT. = σταυρός См. σταυρος11) ксил ( мера длины = 1.39 м) -
12 σκαφος
I(ᾰ) ὅ вскапывание, окапываниеσ. οἰνέων Hes. — пора окапывания винограда
II1) досл. корабельный кузов, полость, корпус корабля, перен. корабль, судноσκάφη τῶν νεῶν Aesch., Thuc. — корабельные кузова, т.е. корабли;
Ἀργοῦς σ. Eur. — корабль Арго;σ. πόλεως Arph. — государственный корабль, т.е. государство2) мотыга или заступ Anth.
См. также в других словарях:
Ἀργοῦς — Ἀργώ Argo fem nom/voc pl Ἀργώ Argo fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀργούς — Ἀργός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργούς — ἀργός 1 shining masc acc pl ἀ̱ργούς , ἀργός 2 not working the ground masc acc pl ἀ̱ργούς , ἀργός 2 not working the ground masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄργους — Ἄργος neut gen sg (attic epic doric) Ἄργος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άργους, δήμος — Δήμος (29.228 κάτ.) του νομού Αργολίδος, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις κοινότητες Δαλαμανάρας, Ελληνικού, Ήρας, Ινάχου, Κεφαλαρίου, Κουρτακίου, Λάλουκα και Πυργέλλας, οι… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Άργους — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους στεγάζει ευρήματα από τη μεσοελλαδική εποχή (2000 1600 π.Χ.) έως και τον 6ο αι. μ.Χ., αψευδείς μάρτυρες της συνεχούς κατοίκησης της περιοχής της Αργολίδας αλλά και της πόλης του Άργους ήδη από τη 2η χιλιετία π.Χ. Ο… … Dictionary of Greek
κἀργούς — Ἀργούς , Ἀργός masc acc pl ἀργούς , ἀργός 1 shining masc acc pl ἀ̱ργούς , ἀργός 2 not working the ground masc acc pl ἀ̱ργούς , ἀργός 2 not working the ground masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
αιγιαλεύς — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Σικυώνας, ο πρώτος αυτόχθων Έλληνας βασιλιάς. Έζησε γύρω στο 1700 π.Χ. Ο γιος του –ή γιος του αδελφού του Φορωνέα, βασιλιά του Άργους– Εύρως, υπήρξε παππούς του Άπη, που υπέταξε ολόκληρη την Πελοπόννησο … Dictionary of Greek
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
Αργολίδας, Ιερά Μητρόπολη — Έχει έδρα το Ναύπλιο. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 76 ενοριακοί ναοί στους οποίους υπηρετούν συνολικά 88 κληρικοί. Για την αρτιότερη και πλέον εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί αρχιερατικοί επίτροποι στις περιφέρειες Ναυπλίου (πόλεως) … Dictionary of Greek