-
1 απεσταλμένος
-
2 ἀπεσταλμένος
-
3 απεσταλμένος
η, ο[ν] 1. уполномоченный;απεσταλμένος συντάκτης — собственный корреспондент;
2. (ο) посланец, представитель;του απεσταλμένου μας — от нашего собственного корреспондента
-
4 Ἀπεσταλμένος
ПосланныйἀπεσταλμένοςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἀπεσταλμένος
-
5 ἀπεσταλμένος
посланныйἈπεσταλμένοςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀπεσταλμένος
-
6 απεσταλμένος
[апэсталмэнос]εκ. уполномоченный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απεσταλμένος
-
7 απεσταλμένος
[апэсталмэнос] ουσ. а. посланник,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απεσταλμένος
-
8 απεσταλμένος
[апэсталмэнос] επ уполномоченный. -
9 απεσταλμένος
[апэсталмэнос] ουσ α посланник. -
10 απεσταλμένος
envoyé -
11 απεσταλμένος
wysłannik (m) rzecz. -
12 απεσταλμένος
1) korespondent2) zpravodaj -
13 απεσταλμένος
correspondentΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > απεσταλμένος
-
14 envoyé
απεσταλμένος -
15 korespondent
απεσταλμένος -
16 zpravodaj
απεσταλμένος -
17 correspondent
απεσταλμένος -
18 ἀποστέλλω
ἀποστέλλω fut. ἀποστελῶ; 1 aor. ἀπέστειλα; ἀποστείλω Ac 7:34 (Ex 3:10) is perh. not hortat. subj. but pres. ind. as in the Pontic dial. (Thumb 18; s. M-M s.v.) or fut. (see v.l.); pf. ἀπέσταλκα, pass. ἀπέσταλμαι; 2 aor. pass. ἀπεστάλην (Soph., Hdt.+).① to dispatch someone for the achievement of some objective, send away/out (Diod S 34 + 35, 14)ⓐ w. only the obj. given Mt 13:41; Mk 11:1; 12:5 al.ⓑ more exactly definedα. w. indication of the pers. to whom someone is sent: by the dat. (UPZ 61, 20) Mt 22:16; εἴς τινα Mt 15:24; Lk 11:49; Ac 26:17. πρός τινα (Epict. 3, 22, 74; Jos., Ant. 7, 334) Mt 21:34, 37; 23:34, 37; 27:19; Mk 3:31; 12:4, 6; J 1:19 al.β. w. indication of the place to which someone is sent, w. εἰς (PCairZen 578, 3): Mt 14:35; 20:2; Mk 8:26; Lk 1:26; 10:1; J 3:17 al. W. ἐν (4 Km 17:25; 2 Ch 7:13) ἐν μέσω λύκων Mt 10:16; Lk 10:3 (cp. Jer 32:27). ἔξω τ. χώρας outside the country Mk 5:10. W. ὧδε here Mk 11:3. ἀ. πρεσβείαν ὀπίσω τινός send an embassy after someone Lk 19:14 (cp. 4 Km 14:19). ἀ. ἔμπροσθέν τινος (cp. Gen 45:5, 7; 46:28) send before someone J 3:28; cp. ἀ. ἄγγελον πρὸ προσώπου σου Mt 11:10; Mk 1:2 (Ex 23:20; cp. Mal 3:1); cp. Lk 9:52; 10:1.γ. w. the purpose of the sending indicated by ἵνα (Gen 30:25) Mk 12:2, 13; Lk 20:10; J 1:19; 3:17; 7:32; Hv 5:2 al. By ὅπως (1 Macc 16:18) Ac 9:17. By the inf. (Num 16:12; 31:4) Mt 22:3; Mk 3:14; Lk 1:19; 4:18a (Is 61:1); 9:2; 14:17; J 4:38; Ac 5:21; 1 Cor 1:17; Rv 22:6; B 14:9 (Is 61:1); Hm 12, 6, 1; cp. AcPlCor 2:9 in c below. By ἐπί (or εἰς) w. acc. (Apollon. Paradox. 1; PFlor 126, 8; Sb 174, 5f [III B.C.] ἀ. ἐπὶ τ. θήραν τ. ἐλεφάντων; UPZ 15, 24) ἐπὶ τοῦτο for this purpose Lk 4:43. εἰς διακονίαν to render service Hb 1:14 (cp. Jdth 11:7; Gen 45:5). By the simple acc. τοῦτον ἄρχοντα καὶ λυτρωτὴν ἀπέσταλκεν this man he sent as leader and deliverer Ac 7:35. ἀ. τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἱλασμόν 1J 4:10. ἀ. τ. υἱόν σωτῆρα vs. 14 (cp. ἐκεῖνον … κατάσκοπον … ἀποσταλέντα Just., D. 113, 1).δ. in pass. ἀποστέλλεσθαι παρὰ θεοῦ (Vi. Aesopi I c. 31 p. 295, 1 ed. Eberh. ἀπεστάλην παρὰ τ. θεοῦ μου; cp. Sir 15:9; 34:6) J 1:6. πνεύματος ἁγίου ἀπὸ οὐρανοῦ παρὰ τοῦ πατρὸς ἀποσταλέντος εἰς αὐτὴν (Μαρίαν) AcPlCor 2:5; ἀπὸ τ. θεοῦ (Epict. 3, 22, 23 ἀπὸ τοῦ Διός; Vi. Aesopi G 119 P.: the prophets of Heliopolis say ἡμεῖς ἀπεστάλημεν ἀπὸ τοῦ θεοῦ) Lk 1:26 (v.l. ὑπό); cp. 1 Cl 65:1. ἀπὸ Κορνηλίου πρὸς αὐτόν Ac 10:21 v.l. ἀπὸ Καισαρείας 11:11 (cp. 1 Macc 15:1). ἀπʼ οὐρανοῦ 1 Pt 1:12; ἀπὸ τοῦ ἀγγέλου Hv 5:2.ⓒ esp. of the sending out of the disciples by Jesus Mt 10:5; Mk 3:14; 6:7; Lk 9:2; J 4:38; 17:18, as well as God’s sending forth of Jesus (of the divine mission, esp. of prophets, very oft. in LXX; on the Heb. שָׁלִיחַ see LKopf, VetusT 7, ’58, 207–9 and ἀπόστολος 2c.—Philo, Migr. Abr. 22; Just., A I, 63, 5; D. 75, 3. The Cynic ἀπὸ τ. Διὸς ἀπέσταλται Epict. 3, 22, 23; cp. 46.—Cornutus 16 p. 30, 19 ὁ Ἑρμῆς ὁ λόγος ὤν, ὸ̔ν ἀπέστειλαν πρὸς ἡμᾶς ἐξ οὐρανοῦ οἱ θεοί) Mt 15:24; Mk 9:37; Lk 9:48; J 3:17, 34; 5:36, 38; 6:29, 57; 7:29; 8:42; 11:42; 17:3 (ἀποπέμπω v.l.), 8, 21, 23, 25; 20:21; Ac 3:20. Σιλωάμ tr. ἀπεσταλμένος J 9:7 (for a prob. mystic sense cp. Philo, Poster. Cai. 73; difft. ViIs 2 [p. 69, 5 Sch.].—The abs. ὀ ἀπεσταλμένος [Diod S 16, 50, 2]=the emissary). John the Baptist ἀπεσταλμένος παρὰ θεοῦ 1:6.—ἀπέστειλε πρώτοις Ἰουδαίοις προφήτας εἰς τὸ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν ἀποσπασθῆναι sent prophets first to Judaeans so that they might be rescued from their sins AcPlCor 2:9.—Also of the Holy Spirit 1 Pt 1:12 (cp. w. ref. to the breath or wind of God, Jdth 16:14; Ex 15:10).—Of angels Hv 4, 2, 4 (cp. Da 4:13, 23; 2 Macc 11:6; 15:22f; Tob 3:17).② to dispatch a message, send, have someth. doneⓐ w. ref. to content of the message τοῖς ἔθνεσιν ἀπεστάλη τοῦτο τὸ σωτήριον this salvation has been dispatched to the gentiles Ac 28:28 (cp. the passages fr. Lk and Ac in c end).ⓑ When used w. other verbs, ἀ. often functions like our verbal auxiliary ‘have’ and means simply that the action in question has been performed by someone else (Gen 31:4; 41:8, 14; Ex 9:27; 2 Km 11:5 al.; X., Cyr. 3, 1, 6; Plut., Mor. 11c μεταπέμψας ἀνεῖλε τ. Θεόκριτον) ἀποστείλας ἀνεῖλεν he had (them) killed Mt 2:16. ἀ. ἐκράτησεν τ. Ἰωάννην he had John arrested Mk 6:17. ἀ. μετεκαλέσατο he had (him) summoned Ac 7:14. ἐσήμανεν ἀ. διὰ τ. ἀγγέλου αὐτοῦ he had it made known by his angel Rv 1:1. Sim. ἀπέστειλαν αἱ ἀδελφαὶ πρὸς αὐτὸν λέγουσαι the sisters had word brought to him J 11:3. ἀ. ἐν ἀφέσει set free Lk 4:18b (Is 58:6).ⓒ in related vein w. impers. obj. (Demetr.: 722 Fgm. 1, 15 Jac.; cp. En 101:3; PsSol 7:4): ἀ. τὸ δρέπανον (one) sends for the sickle=‘sends for the reapers’; a species of synecdoche Mk 4:29 (Field, Notes 26, argues for ‘put forth’=‘put in’ on the basis principally of Jo 3:13, ἐξαποστείλατε δρέπανα, ὅτι παρέστηκεν τρύγητος, a clause formally sim. to the phrase in Mk. The sense linguistically remains the same: reapers must perform the task with a sickle. In the impv. construction of Jo the subject is specified and the action defined as a directive; in Mk the subj. is to be inferred and the directive implied). ἀ. αὐτούς, the owner arranges for dispatch of donkeys Mt 21:3. ἀ. τὸν λόγον send out a message (Ps 106:20; 147:7; cp. PLips 64, 42 τὸ περὶ τούτου ἀποσταλὲν πρόσταγμα) Ac 10:36; 13:26 v.l.; cp. Lk 24:49. Pass. Ac 28:28 (s. a above).ⓓ abs. μήπως ἀποστείλῃ ὁ δεσπότης ἐφʼ ἡμᾶς lest the Lord dispatch (his wrath) upon us GJs 7:1 (Ezk 7:7).—See lit. s.v. ἀπόστολος.—B. 710. DELG s.v. στέλλω A. M-M. TW. -
19 посланник
посланник м дип. о επιτετραμμένος, о διπλωματικός απεσταλμένος* * *м дип.ο επιτετραμμένος, ο διπλωματικός απεσταλμένος -
20 корреспондент
1. (тот, кто ведёт переписку с кем-л.) о αντεπιστέλλων 2. (сотрудник газеты, радио и т.п.) о ανταποκριτής, (выездной) о απεσταλμένοςсобственный - о δικός μας -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корреспондент
См. также в других словарях:
απεσταλμένος — η, ο βλ. αποστέλλω … Dictionary of Greek
απεσταλμένος — η, ο βλ. αποστέλλω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπεσταλμένος — ἀποστέλλω send off perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεγάτος — Πρέσβης, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, τον οποίο έστελνε η Σύγκλητος ή ο αυτοκράτορας ως αντιπρόσωπο σε μια άλλη χώρα ή σε μια περιοχή του κράτους, με ορισμένη αποστολή, για την οποία λογοδοτούσε όταν επέστρεφε στη Ρώμη. Ο λ. ήταν ιερό πρόσωπο. Λ.… … Dictionary of Greek
απόστολος — Όνομα τριών μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. 1. Α. Παπακωνσταντίνου,(Αλμυρός Βόλου 1924 –). Μητροπολίτης Πολυανής και Κιλκισίου. Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1950 χειροτονήθηκε … Dictionary of Greek
θεοπρόπος — (5oς αι. π.Χ.). Χαλκουργός από την Αίγινα. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι κατασκεύασε έναν χάλκινο ταύρο για λογαριασμό των Κερκυραίων, οι οποίοι τον αφιέρωσαν στο ιερό των Δελφών. To ιστορικό του ταύρου είναι το ακόλουθο: Κάποτε στην Κέρκυρα, ένας… … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
Καψαμπέλης, Εμμανουήλ — (1865 – 1957). Διπλωμάτης. Υπηρέτησε διαδοχικά από το 1893 έως το 1917 στα προξενεία της Θεσσαλονίκης, της Σμύρνης, της Χίου και της Φιλιππούπολης. Το 1917 ανέλαβε τη διεύθυνση της πρεσβείας της Πετρούπολης στον Αρχάγγελο και το 1919 διορίστηκε… … Dictionary of Greek
Σποντής, Τριαντάφυλλος — Λόγιος, ποιητής και πολιτικός από το Μεσολόγγι. Έζησε τις τελευταίες δεκαετίες του IH’ και τις πρώτες του 10’ αιώνα και πέθανε στην Κόρινθο το 1822. Η κόρη του Αγγελική ήταν σύζυγος του Δ. Παλαμά, θείου του ποιητή Κωστή Παλαμά. Κατά τη μαρτυρία… … Dictionary of Greek
αποστέλλομαι — αποστέλλομαι, (απεστάλη απεστάλησαν), απεσταλμένος βλ. πίν. 91 Σημειώσεις: αποστέλλομαι : η μτχ. απεσταλμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως ουσιαστικό … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek