-
1 Αναξαγόρειος
-
2 Ἀναξαγόρειος
-
3 Ἀναξαγόρειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀναξαγόρειος
-
4 Αναξαγορείων
-
5 Ἀναξαγορείων
-
6 Αναξαγορείως
-
7 Ἀναξαγορείως
-
8 Αναξαγόρειον
Ἀναξαγόρειοςof Anaxagoras: masc acc sgἈναξαγόρειοςof Anaxagoras: neut nom /voc /acc sg -
9 Ἀναξαγόρειον
Ἀναξαγόρειοςof Anaxagoras: masc acc sgἈναξαγόρειοςof Anaxagoras: neut nom /voc /acc sg -
10 Αναξαγορείοις
-
11 Ἀναξαγορείοις
-
12 Αναξαγορείου
-
13 Ἀναξαγορείου
-
14 Αναξαγορείους
-
15 Ἀναξαγορείους
-
16 Αναξαγόρεια
-
17 Ἀναξαγόρεια
-
18 Αναξαγόρειοι
-
19 Ἀναξαγόρειοι
-
20 διάκοσμος
διάκοσμ-ος, ὁ,A = διακόσμησις, Parm.8.60;ὁ τοῦ βίου δ. Arist.Mu. 399b16
; δ. οὐρανοῦ καὶ γῆς ib. 400b32;ὁ λογικὸς δ. εἰκὼν ὅλου τοῦ δημιουργοῦ Hierocl. in CA1p.419M.
, cf. Orph.H.34.18; θεῶν, νοεροί δ., Procl.Inst. 145, Dam.Pr.81; μέγας, μικρὸς Διάκοσμος, titles of works by Leucippus and Democritus, D.L. 9.13;ὁ Ἀναξαγόρειος δ. Satyr.Vit.Eur.Fr.37iii18
.2 battle-order, Th.4.93.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάκοσμος
См. также в других словарях:
Ἀναξαγόρειος — of Anaxagoras masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀναξαγορείων — Ἀναξαγόρειος of Anaxagoras fem gen pl Ἀναξαγόρειος of Anaxagoras masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀναξαγορείως — Ἀναξαγόρειος of Anaxagoras adverbial Ἀναξαγόρειος of Anaxagoras masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀναξαγόρειον — Ἀναξαγόρειος of Anaxagoras masc acc sg Ἀναξαγόρειος of Anaxagoras neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀναξαγορείοις — Ἀναξαγόρειος of Anaxagoras masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀναξαγορείου — Ἀναξαγόρειος of Anaxagoras masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀναξαγορείους — Ἀναξαγόρειος of Anaxagoras masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀναξαγόρεια — Ἀναξαγόρειος of Anaxagoras neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀναξαγόρειοι — Ἀναξαγόρειος of Anaxagoras masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)