-
1 διάκοσμος
διάκοσμ-ος, ὁ,A = διακόσμησις, Parm.8.60;ὁ τοῦ βίου δ. Arist.Mu. 399b16
; δ. οὐρανοῦ καὶ γῆς ib. 400b32;ὁ λογικὸς δ. εἰκὼν ὅλου τοῦ δημιουργοῦ Hierocl. in CA1p.419M.
, cf. Orph.H.34.18; θεῶν, νοεροί δ., Procl.Inst. 145, Dam.Pr.81; μέγας, μικρὸς Διάκοσμος, titles of works by Leucippus and Democritus, D.L. 9.13;ὁ Ἀναξαγόρειος δ. Satyr.Vit.Eur.Fr.37iii18
.2 battle-order, Th.4.93.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάκοσμος
-
2 διοικονομέω
διοικο-νομέω, strengthd. for οἰκονομέω, Phld.Oec.p.9J. (dub.), Anon.Lond.22.49, Poll.5.156:—[voice] Pass., Arist.Mu. 400b32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διοικονομέω
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский