Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ἀμφίλοχος

См. также в других словарях:

  • Ἀμφίλοχος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αμφίλοχος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αμφιάραου και της Εριφύλης, αδελφός του Αλκμέωνα. Έλαβε μέρος στον πόλεμο των Επιγόνων εναντίον της Θήβας, μετά από παρότρυνση της μητέρας του, την οποία είχε δωροδοκήσει με τον πέπλο της Αρμονίας ο γιος του Πολυνείκη …   Dictionary of Greek

  • Ἀμφιλόχοιο — Ἀμφίλοχος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμφιλόχοις — Ἀμφίλοχος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμφιλόχου — Ἀμφίλοχος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμφιλόχους — Ἀμφίλοχος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμφιλόχων — Ἀμφίλοχος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμφιλόχῳ — Ἀμφίλοχος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμφίλοχε — Ἀμφίλοχος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμφίλοχοι — Ἀμφίλοχος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμφίλοχον — Ἀμφίλοχος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»