-
1 Αμφιλόχοιο
-
2 Ἀμφιλόχοιο
-
3 καμφιλόχοιο
-
4 κἀμφιλόχοιο
См. также в других словарях:
Ἀμφιλόχοιο — Ἀμφίλοχος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀμφιλόχοιο — Ἀμφιλόχοιο , Ἀμφίλοχος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)