Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Ἀμμωνιάς

См. также в других словарях:

  • Ἀμμωνιάς — Zeus fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμμωνιάδα — Ἀμμωνιάς Zeus fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμμωνιάδας — Ἀμμωνιάς Zeus fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμμωνιάδος — Ἀμμωνιάς Zeus fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμίνες — Χημικές ενώσεις, παράγωγα της αμμωνίας, με αντικατάσταση ενός, δύο ή τριών ατόμων του υδρογόνου με ισάριθμες αλκυλικές ή αρωματικές ρίζες: διακρίνονται συνεπώς σε πρωτοταγείς, δευτεροταγείς και τριτοταγείς. Καθορίζονται επίσης ως αλειφατικές… …   Dictionary of Greek

  • άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… …   Dictionary of Greek

  • αμίδια — Χημικές ενώσεις, που επιτυγχάνονται με την αντικατάσταση ενός, δύο ή τριών ατόμων υδρογόνου του μορίου της αμμωνίας με ρίζες οξέων. Ανάλογα με το αν θα αντικατασταθεί το ένα, τα δύο ή και τα τρία άτομα του υδρογόνου έχουμε τα πρωτοταγή,… …   Dictionary of Greek

  • Μπος, Καρλ — (Karl Bosch, Κολονία 1874 – Χαϊδελβέργη 1940). Γερμανός χημικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Λειψίας και υπήρξε μαθητής του Βισλικένους. Εργάστηκε για λογαριασμό της Badische Anitin und Sodafabrik και αργότερα έγινε πρόεδρος της βιομηχανικής… …   Dictionary of Greek

  • νιτρικό οξύ — Χημική ανόργανη ένωση (H ΝΟ3), ένα από τα ισχυρότερα γνωστά οξέα· στο Μεσαίωνα το χρησιμοποιούσαν οι χαράκτες για εργασίες πάνω σε χαλκό, με το όνομα «άκουα φόρτε». Τα άλατά του συναντιούνται αρκετά στη φύση: στη λιθόσφαιρα βρίσκονται το νιτρικό… …   Dictionary of Greek

  • αλδεϋδαμμωνία — ή 1 αμινοαιθανόλη, η Χημ. οργανική ένωση με τύπο CH3CHOHNH2. Άσπρο κρυσταλλικό στερεό, ευδιάλυτο στο νερό και το οινόπνευμα, με σημείο τήξεως 97°C (με μερική αποσύνθεση). Παρασκευάζεται με επίδραση ξηρής αέριας αμμωνίας σε ακεταλδεΰδη.… …   Dictionary of Greek

  • αντίδραση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που σε μια δεδομένη ιστορική κατάσταση αντιτάσσονται με τρόπο αδιάλλακτο και απόλυτο στην εξέλιξη και στην πρόοδο του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος μιας χώρας. Επιχειρούν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»