-
1 άμμο
η см. άμμος -
2 ἀμμό-τροφον
ἀμμό-τροφον, πάραλον, im Sande wachsend, Mel. 1, 20 (IV, 1).
-
3 ἀμμό-χρῡσος
ἀμμό-χρῡσος, ὁ (Sandgold), ein Edelstein, Plin. 27, 1 l.
-
4 ἀμμό-δρομος
ἀμμό-δρομος, ὁ, Sand-Rennbahn, B. A. 208.
-
5 ἀμμό-νιτρον
ἀμμό-νιτρον, τό, Sandnatrum, unreines Glas, Plin. 36, 27.
-
6 ἀμμο-πλυσία
ἀμμο-πλυσία, ἡ, Sandwäsche, Olympiod.
-
7 ἀμμο-χωσία
ἀμμο-χωσία, ἡ, das Vergraben im Sande, Sp.
-
8 ἀμμο-κονία
ἀμμο-κονία, ὁ, Sandkalk, Mörtel, Geop.
-
9 ἀμμο-δύτης
ἀμμο-δύτης, ὁ, Sandkriecher, Schlangenart, Strab.
-
10 ἀμμο-βάτης
ἀμμο-βάτης, ὁ (Sandgänger), eine Schlangenart, Ael. H. A. 6, 51.
-
11 ἀμμο-δῡότης
ἀμμο-δῡότης, ὁ, Stat. Flacc. 5 (ot, 196), vom Krebse, =
-
12 ἀμμοβάτης
ἀμμο-βάτης, ὁ,A = ἀμμοδύτης, Ael.NA6.51.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμμοβάτης
-
13 ἀμμόγειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμμόγειος
-
14 ἀμμόδρομος
ἀμμό-δρομος, ὁ,A sandy place for racing, AB208.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμμόδρομος
-
15 ἀμμοδύτης
ἀμμο-δύτης, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμμοδύτης
-
16 ἀμμοδύτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμμοδύτωρ
-
17 ἀμμοκονία
ἀμμο-κονία, ἡ,A sand mixed with lime, cement, Str.5.4.6, cf. Gp.2.27.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμμοκονία
-
18 ἀμμοκοπρηγὸν
ἀμμο-κοπρηγὸν πλοῖον shipA carrying sand and manure, Sammelb.423.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμμοκοπρηγὸν
-
19 ἀμμόνιτρον
ἀμμό-νιτρον, τό,A potash mixed with sand, fused together to produce glass, Plin.HN36.194.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμμόνιτρον
-
20 ἀμμοπλυσία
ἀμμο-πλῠσία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμμοπλυσία
См. также в других словарях:
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ουζμπεκιστάν — (διεθν. Uzbekistan) Ουζμπεκιστάν Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Ν με το Τουρκμενιστάν και με το Αφγανιστάν, Β με το Καζακστάν, Α με την Κιργισία, ΝΑ με το Τατζικιστάν.Η χώρα διαιρείται διοικητικά σε 12 επαρχίες, σε μία αυτόνομη δημοκρατία… … Dictionary of Greek
αμμοδοχείο — το δοχείο που περιέχει άμμο και ειδικότερα: 1. δοχείο με λεπτή άμμο, η οποία ριχνόταν επάνω στα νωπά χειρόγραφα για να στεγνώσει η μελάνη 2. πτυελοδοχείο που περιέχει άμμο (αλλιώς αμμοθήκη και αμμουδερό). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε <… … Dictionary of Greek
ψαμμοδύτης — ο, ΝΑ νεοελλ. άτομο που κάνει έρευνες στη θαλάσσια και στην ποτάμια άμμο αρχ. ονομασία ψαριού που χώνεται στην άμμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + δύτης (< δύω «βουτώ», πρβλ. αμμο δύτης] … Dictionary of Greek
Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… … Dictionary of Greek
κεραμική — Τέχνη παραγωγής χρηστικών και διακοσμητικών αντικειμένων από άργιλο και άλλες ουσίες. Τα αντικείμενα διαμορφώνονται από την εύπλαστη μάζα υγρού πηλού και υποβάλλονται σε αποξήρανση και ψήσιμο για να σκληρύνουν και να σταθεροποιηθούν. Η ποικιλία… … Dictionary of Greek
Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… … Dictionary of Greek
άλμα — Αθλητικό αγώνισμα το οποίο διαιρείται σε τέσσερις ειδικότητες: ά. εις ύψος, ά. επί κοντώ, ά. εις μήκος, ά. τριπλούν. Στο ά. εις ύψος, ο αθλητής πρέπει να υπερπηδήσει έναν οριζόντιο πήχη που έχει τοποθετηθεί μεταξύ δύο καθέτων δοκών· μπορεί να… … Dictionary of Greek
άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… … Dictionary of Greek
αμμοβάτης — (amobates). Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των απιδών ή μελισσιδών. Μερικά είδη του γένους αυτού ζουν στην Ευρώπη, όπου κατασκευάζουν κυψέλες στην άμμο. Ο α., που είναι γνωστός και στην Ελλάδα με το όνομα αγριομέλισσα, αναγνωρίζεται… … Dictionary of Greek