Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ἀλάστορα

См. также в других словарях:

  • Ἀλάστορα — Ἀλάστωρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλάστορα — ἀλάστορος under influence of an neut nom/voc/acc pl ἀλάστωρ avenging spirit masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλάστορ' — ἀλάστορα , ἀλάστορος under influence of an neut nom/voc/acc pl ἀλάστορε , ἀλάστορος under influence of an masc/fem voc sg ἀλάστορα , ἀλάστωρ avenging spirit masc acc sg ἀλάστορι , ἀλάστωρ avenging spirit masc dat sg ἀλάστορε , ἀλάστωρ avenging… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλάστορ' — Ἀλάστορα , Ἀλάστωρ masc acc sg Ἀλάστορι , Ἀλάστωρ masc dat sg Ἀλάστορε , Ἀλάστωρ masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αρπαλύκη — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Αργείου Κλυμένη, γιου του Τελέα και της Επικάστης. O πατέρας της την καταδίωκε με τον έρωτά του και την πήρε από τον μνηστήρα της Αλάστορα και η Α. για να τον εκδικηθεί του έδωσε να φάει τις σάρκες του μικρότερου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»