-
1 ἈΛΚή
ἈΛΚή, ἡ, Hom. dat. ἀλκί, Aeolisch, immer ἀλκὶ πεποιϑώς Versende, Iliad. 5, 299. 13, 471. 17, 61. 728. 18, 158 Od. 6, 130, ἀλκῖ Od. 24, 509; – a) Stärke, Körperkraft, Od. 9, 214. 514 μεγάλην ἐπιειμένον ἀλκήν, 17, 315 ταχυτῆτα καὶ ἀλκήν, Iliad. 19, 161 πάσασϑαι σίτου καὶ οἴνοιο· τὸ γὰρ μένος ἐστὶ καὶ ἀλκή, 17, 212 πλῆσϑεν δ' ἄρα οἱ μέλε' ἐντὸς ἀλκῆς καὶ σϑένεος, 13. 330 φλογὶ εἴκελον ἀλκήν. 17, 281 συῒ εἴκελος ἀλκήν, 13, 786 ἀλκῆς δευήσεσϑαι, 6, 265 μή μ' ἀπογυιώσῃς, μένεος δ' ἀλκῆς τε λάϑωμαι, Od. 22, 237 σϑένεός τε καὶ ἀλκῆς πειρήτιζεν; – Pind. χερός Ol. 11, 105, γεύεται ἀλκᾶς ἀπειράντου P. 9, 36; Tragg., ἀλκῇ πεποιϑώς Aesch. Ch. 234; τρισώματος ἀλκή Eur. Ion 204 ch., von der Chimära. – b) geistige Stärke. Müth, Herzhaftigkeit, Iliad. 20, 381 φρεσὶν εἱμένος ἀλκήν, 17. 499 ἀλκῆς καὶ σϑένεος πλῆτο φρένας, 16, 157 τοῖσίν τε περὶ φρεσὶν ἄσπετος ἀλκή, 3, 45 οὐκ ἔστι βίη φρεσίν, οὐδέ τις ἀλκή, 4, 245 οὐδ' ἄρα τίς σφι μετὰ φρεσὶ γίγνεται ἀλκή, 16, 753 ἑή τέ μιν ὤλεσεν ἀλκή, Od. 24, 509 ἀλκῇ τ' ἠνορέῃ τε κεκάσμεϑα; übrigens ist Muth u. Körperkraft bei Hom. nicht strenge geschieden, so daß man bei φρεσὶν εἱμένος ἀλκήν auch an den Körper, bei πλῆσϑεν μέλεα ἀλκῆς auch an den Geist denken muß, ἐκ τοῦ παρεπομένου; – Pind. φρενῶν ἀλκή N. 3, 39, wo Böckh ἀκμή lies't; Tyrt. 3, 9; αἰδεσϑέντες ἀλκάν, Muth ehrend, muthig, Pind. P. 4, 173; τίς ἀλκὴτὸνϑανόντ'ἐπικτανεῖν, was gehört dazu für Muth, Soph. Ant. 1017; u. in Prosa, Thuc. 6, 34; Xen. Hell. 4, 8, 18, Sp. – c) Abwehr, Schutzwehr, Beistand, Vertheidigung; Angriff, insofern er zur Vertheidigung dient; Iliad. 4, 234 μή πώ τι μεϑίετε ϑούριδος άλκῆς, 418 καὶ νῶι μεδώμεϑα ϑούριδος ἀλκῆς, 8, 174 μνήσασϑε δὲ ϑούριδος ἀλκῆς, 11, 313 λελάσμεϑα ϑούριδος ἀλκῆς, 15, 527 εὖ εἰδότα ϑούριδος ἀλκῆς, Od. 2, 61 λευγαλέοι τ' ἐσόμεσϑα καὶ οὐ δεδαηκότες ἀλκήν, Iliad. 7, 164 ϑοῦριν ἐπιειμένοι ἀλκήν, 9, 231 εἰ μὴ σύ γε δύσεαι ἀλκήν, 15, 250 ἔπαυσε δὲ ϑούριδος ἀλκῆς, 17, 181 ἦ τινὰ καὶ Δαναῶν ἀλκῆς, μάλα περ μεμαῶτα, σχήσω ἀμυνέμεναι περὶ Πατρόκλοιο ϑανόντος, 21, 578 καὶ περὶ δουρὶ πεπαρμένη οὐκ ἀπολήγει ἀλκῆς, 15, 490 ῥεῖα δ' ἀρίγνωτος Διὸς ἀνδράσι γίγνεται ἀλκή, 8, 140 ἦ οὐ γιγνώσκεις ὅ τοι ἐκ Διὸς οὐχ ἕπετ' ἀλκή, 13, 48 ἀλκῆς μνησαμένω, μηδὲ κρυεροῖο φόβοιο, 21, 528 κλονέοντο πεφυζότες, οὐδέ τις ἀλκὴ γίγνετο, Od. 22, 305 οὐδέ τις ἀλκὴ γίγνεται οὐδὲ φυγή, 12, 120 οὐδέ τις ἔστ' ἀλκή· φυγέειν κάρτιστον ἀπ' αὐτῆς, Iliad. 17, 42 ἀλλ' οὐ μὰν ἔτι δηρὸν ἀπείρητος πόνος ἔσται οὐδέ τ' ἀδήριτος, ἤτ' ἀλκῆς ἤτε φόβοιο, 5, 532 φευγόντων δ' οὔτ' ἂρ κλέος ὄρνυται οὔτε τις ἀλκή; – κακοῦ, gegen das Uebel, Hes. O-199; Theogn. 876; ἀμαχανιᾶν Pind. N. 7, 96; öfter bei Tragg., πόλεως ὑπερέχ ειν ἀλκάν Aesch. Spt. 197, die Stadt schirmen; βελέων ἀλκή, der Pfeile Schutz, Soph. Phil. 1136; ἀλκὴ κἀνακούφισις κακῶν O-R. 218 vgl. 42. 189; ὥς σοι γειτόνων ἀλκὴν τιϑῇ, dich gegen die Nachbarn schütze, O. C. 1521; aber 460 ἀλκὴν ποιεῖσϑαί τινος Jemand vertheidigen; ἀλκήν τιν' εὑρεῖν κακῶν Eur. Andr. 28. – d) Schlacht, Kampf, Tragg., Aesch. Spt. 480. 551. 859; ἀλκὴν συνῆψαν EUR. SUPPL. 705; εἰς ἀλκὴν ἔστρεφον, ἐλϑεῖν, ibd. 700 Phoen. 435; πρὸς ἀλκὴν τρέπεσϑαι, steh zur Wehr setzen, Her. 3, 78. 9, 102; Plut. Arist. 18 Arat. 32 u. öfter; εἰς ἀλκὴν τρέπεσϑαι Thuc. 2, 84; Arr. 3, 24, 2. – In Prosa brauchen es bes. die Sp.; sehr häufig Plut., auch geradezu für Truppenmacht, Heer, ἡ κατὰ ϑάλασσανἀλκή = ἡ ἀπὸ τῶν νεῶνἀλκή Them. 7 u. 4, ἀλκὴ καὶ δύναμις Alex. 5 Flamin. 7. – Plur. Pind N. 7, 12 Eur. Rhes. 930 u. Sp.
-
2 άλκη
ἄλκηelk: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἄλκηelk: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 Αλκή
-
4 Ἀλκῇ
-
5 Αλκη
Ἄλκηςmasc nom /voc /acc dual (doric aeolic)Ἄλκηςmasc acc sg (attic epic doric)Ἄλκηςmasc voc sg——————Ἄλκηςmasc dat sg (attic epic ionic) -
6 Αλκή
-
7 Ἀλκή
-
8 αλκή
ἀλκάζωput forth strength: fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)ἀλκάζωput forth strength: fut ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀλκήstrength: fem dat sg (attic epic ionic) -
9 ἀλκῇ
ἀλκάζωput forth strength: fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)ἀλκάζωput forth strength: fut ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀλκήstrength: fem dat sg (attic epic ionic) -
10 αλκή
-
11 ἀλκή
-
12 ἀλκή
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀλκή
-
13 ἄλκη 2
ἄλκη 2.Grammatical information: f.Meaning: `elk' (Paus.)Etymology: Like Lat. alcēs, alcē (Caesar), a loan from Germanic. Cf. ON elgr from PGm. *alʒí-, beside which a form with initial stress, PGm. *álχ-, is supposed on which alcēs and ἄλκη go back. The West-Germanic form has e-: OHG. elahho \> NHG Elch, OE eolh, and has a different stem, PGm. *élχa(n)-. Slavic forms like Russ. losь `elk' suppose PIE *olḱis, which are compared with ON elgr. - One connects the root with a great number of words for animals, e. g. ἔλαφος (q. v.), see Pok. 302, and assumes that the root indicated a colour; what Frisk called "sehr hypothetisch und unwahrscheinlich." - I think that an IE word or root must be doubted; it may well be a loan from a non-IE language.Page in Frisk: 1,75Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄλκη 2
-
14 ἄλκη
-
15 αλκη
дор. ἀλκά ἥ1) мужество, храбрость, отвага Her., Plat., Arst.2) сила, могущество, мощь(μένος καὴ ἀ. Hom.; χερός Pind.; βελέων Soph.; τῶν ἔργων Thuc.)
3) защита, оплот, помощь, спасение(ἀλκήν τινα εὑρεῖν κακῶν Eur.)
οὐδέ τις ἐστ΄ ἀ. Hom. — спасения здесь нет;ποῦ τίς ἀ. ; Aesch. — откуда (придет) помощь?4) схватка, бой, битваπρὸς и ἐς ἀλκέν τρέπεσθαι Her., Thuc., Plut., Diod. — браться за оружие, вступать в бой;
ἐς ἀλκέν ελθεῖν περί τινος Eur. — вступить в борьбу за что-л.5) вооруженные силы, войско(ἀ. μυρία Eur.)
ἥ κατὰ θάλασσαν ἀ. Plut. — военно-морские силы, флот -
16 ἀλκή
A strength as displayed in action, prowess, courage, poet. word (also in Hdt., Th., and later Prose, Ti.Locr. 103b, Arist.EN 1115b4, Pol. 1338a20, etc.), in Hom. joined withσθένος Il.17.212
, Od.22.237; withμένος Il.9.706
; withἠνορέη Od.24.509
;ἐπιειμένοι ἀλκήν Il.8.262
;φρεσὶν εἱμένος ἀλκήν 20.381
;δύεσθαι ἀλκήν 9.231
:—later,χερὸς ἀλκᾷ Pi.O.10(11).100
;θηρία ἐς ἀλκὴν ἄλκιμα Hdt. 3.110
: generally, force, might,συνῆψαν ἀλκήν E.Supp. 683
; κατ' ἀλκήν, opp. κατὰ σύνεσιν, Arr. Tact.12.11: in pl., feats of strength, bold deeds, Pi.N.7.12, B.10.126, E.Rh. 933, Hierocl.p.33.61A.II strength to avert danger, defence, help,Διὸς ἀ. Il.15.490
, cf.8.140;οὐδέ τις ἀ. Od.12.120
, 22.305; ποῦ τις ἀ.; A.Pr. 546;ἀ. βελέων S. Ph. 1151
; : also ὰ. τινος defence or aid against thing, Hes.Op. 201, Pi.N.7.96, S.OT 218; ἀλκὴν ποιεῖσθαι give aid, OC 459; ἀ. τιθέναι make a defence, ib. 1524; ἐς or πρὸς ἀ. τρέπεσθαι turn and resist, stand on one's guard, Hdt.2.45, 3.78, Th.2.84;στρέψας πρὸς ἀ. E. Andr. 1149
;ἐς ἀ. ἐλθεῖν Id.Ph. 421
;ἀλκῆς μεμνῆσθαι Hdt.9.70
; ἐν οἷς ἐστιν ἀ. where they can defend themselves, Arist.ENl.c. -
17 ἄλκη
-
18 ἄλκη
ἄλκη, der Elch, das Elentier -
19 ἀλκή 1
ἀλκή 1.Grammatical information: f.Meaning: `defence, help' (Il.)Other forms: aor. ἀλαλκεῖν (Hom.); place name ᾽Αλαλκομεναί (or is the resemblance fortuitous ?), Άλαλκομενηίς, epithet of Athena, `from Alalkomenai' (the interpretation `protectress' is prob. secondary). Root noun only in dat. sg. ἄλκ-ι (Hom.); ἄλκαρ `defence'.Page in Frisk: 1,74Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀλκή 1
-
20 Ἄλκη
Ἄλκη, ης, ἡ Alce (Isaeus 6, 19; 20; 55; Diod S 5, 49, 3; CIG 3268 [Smyrna]; 7064; Lat. Alce is more freq. [CIL III 2477; VI 20852; IX 3201 al.]) a woman of Smyrna ISm 13:2; IPol 8:3; MPol 17:2.
См. также в других словарях:
άλκη — άλκη, η και αλκή, η είδος μεγάλου ελαφιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀλκῇ — Ἀλκή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλκή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκή — strength fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλκη — elk fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλκῃ — ἄλκη elk fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλκή — η (Α ἀλκή) η σωματική ισχύς που μετουσιώνεται σε δράση 2. ψυχική δύναμη, ανδρεία, θάρρος, ευψυχία (σε διάκριση από τη ρώμη που σημαίνει απλώς τη σωματική δύναμη νεοελλ. ακμή τών σωματικών δυνάμεων, ρώμη, ευρωστία, σφρίγος αρχ. 1. η δύναμη γενικά… … Dictionary of Greek
αλκή — η σωματική και ψυχική δύναμη: Στα περσικά στίφη οι Έλληνες αντέταξαν την αλκή τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλκῇ — ἀλκάζω put forth strength fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀλκάζω put forth strength fut ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀλκή strength fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλκη ή αλκή — Γένος μηρυκαστικών θηλαστικών της οικογένειας των ελαφιδών. Κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα των διαφόρων ειδών ά. είναι το μεγάλο ανάστημα, γύρω στα δύο και πλέον μέτρα στο ακρώμιο, πόδια και ρύγχος μακριά σε σχέση με το σώμα και τον λαιμό, τρίχωμα … Dictionary of Greek
άλκη — η Ζωολ. το μεγαλύτερο σύγχρονο ελάφι. Ανήκει στην τάξη Αρτιοδάχτυλα (Μηρυκαστικά), στην οικογένεια Cervidae και την υποοικογένεια Cervinae. Πρόκειται για το μοναδικό είδος τού γένους Alces. Είναι ογκώδες, με μακριά πόδια και κοντό λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek