-
1 αγέλη
ἀγέληherd: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἀγέληherd: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 Αγέλη
-
3 ἀγέλη
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀγέλη
-
4 ἀγέλη
Grammatical information: f.Meaning: `herd, troop' (Il.).Origin: IE [Indo-European] [4] *h₂eǵ- `drive'Etymology: From ἄγω, with l-suffix. Comparison with Lat. agilis, Skt. ajirá- `mobile, quick', agolum `staff of a shepherd' makes little sense.Page in Frisk: 1,9Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀγέλη
-
5 ἀγέλη
ἀγέλη, ης, ἡ (Hom.et al.) herd of swine (Hes. Scutum 168; Eudoxus Rhod. [II B.C.] in Aelian, NA 10, 16) Mt 8:30–32; Mk 5:11, 13; Lk 8:32f.—DELG. M-M. -
6 ἀγέλη
Βλ. λ. αγέλη -
7 ἀγέλῃ
Βλ. λ. αγέλη -
8 Ἀγέλη
Βλ. λ. Αγέλη -
9 Ἀγέλῃ
Βλ. λ. Αγέλη -
10 ἀγέλη
-ης + ἡ N 1 0-2-1-6-1=10 1 Sm 17,34; 24,4; Is 60,6; Prv 27,23; Ct 1,7herd, flock 1 Sm 17,34; company, assembly 4 Mc 5,4Cf. WALTERS 1973 279(Jgs 5,16) -
11 ἀγέλη
A herd, of horses, Il.19.281; elsewhere in Hom. always of oxen and kine, Il.11.678, etc., cf. βούνομος·—also, any herd or company, συῶν ἀ. Hes.Sc. 168;ἀ. παρθένων Pi.Fr. 112
; ;πτηνῶν ἀγέλαι S.Aj. 168
, E. Ion 106; shoal of fish, Opp.H.3.639: metaph.,πόνων ἀγέλαι E.HF 1276
:—also in Pl.R. 451c, Arist.HA 570a27, etc., but rare in early Prose.II in Crete and at Sparta, bands in which boys were trained, Ephor. 64, Plu.Lyc.16, Heraclid.Pol.15, GDI 4952 ([place name] Dreros), etc.;νέων ἀ. Epigr.Gr.223.8
([place name] Miletus); ἀϊθέων ib.239 ([place name] Smyrna).III = ἀστρικαὶ σφαῖραι Theol.Ar.43.6. -
12 αγέλη
1) flock2) herdΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αγέλη
-
13 αγέλα
-
14 ἀγέλα
-
15 αγέλαι
-
16 ἀγέλαι
-
17 αγέλας
-
18 ἀγέλας
-
19 αγέληι
-
20 ἀγέληι
См. также в других словарях:
ἀγέλη — herd fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγέλῃ — ἀγέλη herd fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγέλη — Ομάδα ομοειδών ζώων που ζουν και μετακινούνται μαζί. Η διαβίωση σε α. οφείλεται στην ανάγκη ομαδικής άμυνας και στο ένστικτο της πολυγαμίας. Τα ζώα που ζουν στις α. λέγονται αγελαία. Με τον όρο α. εννοείται στον προσκοπισμό μία τάξη προσκόπων με… … Dictionary of Greek
αγέλη — η 1. κοπάδι: Οι τάρανδοι ζουν σε αγέλες. 2. πλήθος ανθρώπων χωρίς πρωτοβουλία, που παρασύρεται, μπουλούκι: Αυτοί δεν είναι ελεύθεροι άνθρωποι, είναι αγέλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀγέλη — Ἀγέλης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγέλῃ — Ἀγέλης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγέλαι — ἀγέλη herd fem nom/voc pl ἀγέλᾱͅ , ἀγέλη herd fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγέληι — ἀγέλῃ , ἀγέλη herd fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγέληφι — ἀγέλη herd fem dat pl (epic) ἀγέλη herd fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Агела — (άγελη) название бывших у дорян товариществ юношей, называвшихся потому агеластами (άγελάςος); один из них начальствовал над товарищами и назывался агелат (άγελάτης). Товарищества имели целью усовершенствование в гимнастике и военных упражнениях … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
АГЕЛА — • Αγέλη, так назывались товарищества, устраивавшиеся в дорических государствах, особенно у критян, из юношей, достигших 17 летнего возраста; членами такого товарищества они оставались до женитьбы. Цель этого учреждения была та, чтобы… … Реальный словарь классических древностей