-
21 αγέληφι
-
22 ἀγέληφι
-
23 καγέλα
Ἀγέλᾱ, Ἀγέληςmasc nom /voc /acc dualἈγέλᾱ, Ἀγέληςmasc gen sg (doric aeolic)ἀγέλᾱ, ἀγέληherd: fem nom /voc /acc dualἀγέλᾱ, ἀγέληherd: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἐγέλᾱ, γελάωlaugh: imperf ind act 3rd sg -
24 κἀγέλα
Ἀγέλᾱ, Ἀγέληςmasc nom /voc /acc dualἈγέλᾱ, Ἀγέληςmasc gen sg (doric aeolic)ἀγέλᾱ, ἀγέληherd: fem nom /voc /acc dualἀγέλᾱ, ἀγέληherd: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἐγέλᾱ, γελάωlaugh: imperf ind act 3rd sg -
25 βοῦα
Grammatical information: f.?Other forms: Accent wrong acc. to DELG. βουόα ἀγέλη τις EM (from βουσόα, from σεύειν? But original σσ would not have become aspiration; Wahrmann, Glotta 17 (1929) 242 supposes an hyperarchaism)Derivatives: βουαγόρ ἀγελάρχης, ὁ τῆς ἀγέλης ἄρχων παῖς. Λάκωνες H.; βουαγός, βοαγός inscr. Further συμβοῦαι συνωμόται. συμβουάδ\<δ\> ει ὑπερμαχεῖ. Λάκωνες H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Acc. to v. Blumenthal Hesychst. 9 Illyrian = φυή; semantically improbable. See. Bechtel Dial. 2, 368f. and Kretschmer, Glotta 17, 242.Page in Frisk: 1,255Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βοῦα
-
26 Αγέληι
-
27 Ἀγέληι
-
28 αγελών
-
29 ἀγελῶν
-
30 αγέλαις
-
31 ἀγέλαις
-
32 αγέλαισιν
-
33 ἀγέλαισιν
-
34 αγέλαν
-
35 ἀγέλαν
-
36 αγέλην
-
37 ἀγέλην
-
38 αγέλης
-
39 ἀγέλης
-
40 αγέλησι
См. также в других словарях:
ἀγέλη — herd fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγέλῃ — ἀγέλη herd fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγέλη — Ομάδα ομοειδών ζώων που ζουν και μετακινούνται μαζί. Η διαβίωση σε α. οφείλεται στην ανάγκη ομαδικής άμυνας και στο ένστικτο της πολυγαμίας. Τα ζώα που ζουν στις α. λέγονται αγελαία. Με τον όρο α. εννοείται στον προσκοπισμό μία τάξη προσκόπων με… … Dictionary of Greek
αγέλη — η 1. κοπάδι: Οι τάρανδοι ζουν σε αγέλες. 2. πλήθος ανθρώπων χωρίς πρωτοβουλία, που παρασύρεται, μπουλούκι: Αυτοί δεν είναι ελεύθεροι άνθρωποι, είναι αγέλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀγέλη — Ἀγέλης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγέλῃ — Ἀγέλης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγέλαι — ἀγέλη herd fem nom/voc pl ἀγέλᾱͅ , ἀγέλη herd fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγέληι — ἀγέλῃ , ἀγέλη herd fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγέληφι — ἀγέλη herd fem dat pl (epic) ἀγέλη herd fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Агела — (άγελη) название бывших у дорян товариществ юношей, называвшихся потому агеластами (άγελάςος); один из них начальствовал над товарищами и назывался агелат (άγελάτης). Товарищества имели целью усовершенствование в гимнастике и военных упражнениях … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
АГЕЛА — • Αγέλη, так назывались товарищества, устраивавшиеся в дорических государствах, особенно у критян, из юношей, достигших 17 летнего возраста; членами такого товарищества они оставались до женитьбы. Цель этого учреждения была та, чтобы… … Реальный словарь классических древностей