-
1 Αγέλαν
-
2 Ἀγέλαν
-
3 αγέλαν
-
4 ἀγέλαν
-
5 ἀγέλα
ᾰγέλα (-α, -αν; -αι, -αις, -ας.)1 herd “ βοῶν ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημ” P. 4.149φοίνισσα δὲ Θρηικίων ἀγέλα ταύρων P. 4.205
ὁ δὲ κηλεῖται χορευοίσαισι κα[ὶ θη]ρῶν ἀγέλαις Δ. 2. 23. Λάκαινα μὲν παρθένων ἀγέλα (cf. Plut., Ages. 2.) fr. 112. φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν ἑκατόγγυιον λτ;γτ;ενοφῶν ἐπάγαγ (i. e. a group of prostitutes.) fr. 122. 19. ἰαχεῖ βαρυφθεγκτᾶν ἀγέλαι λεόντων fr. 239. -
6 ἄλσος
1 precinct, sanctuary, domain (cf. Strabo, 9. 2. 33, οἱ δὲ ποιηταὶ κοσμοῦσιν, ἄλση καλοῦντες τὰ ἱερὰ πάντα, κἂν ᾖ ψιλά· τοιοῦτόν ἐστι καὶ... fr. 51a.; but trees are implied in O. 8.9, Pae. 18.2) (ἄλσος, -ει, -ος, -ος; -έων, -εα) Διὸς αἴτει πανδόκῳ ἄλσει σκιαρόν τε φύτευμα at Olympia O. 3.18 ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν temple of Athene in Kamarina O. 5.10 τεῦξαν δ' ἀπύροις ἱεροῖς ἄλσος ἐν ἀκροπόλει temple of Athene in Lindos O. 7.49ἀλλὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ' Ἀλφεῷ ἄλσος O. 8.9
σταθμᾶτο ζάθεον ἄλσος πατρὶ μεγίστῳ sanctuary of Zeus at Olympia O. 10.45Αἰακιδᾶν τ' εὐερκὲς ἄλσος O. 13.109
κτίσεν δ' ἄλσεα μείζονα θεῶν P. 5.89
Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει N. 2.5
ἐχρῆν δέ τιν' ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι of Apollo at Delphi N. 7.44 γαῖαν ἀνὰ σφετέραν, τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος at Olympia I. I. 2.28τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα I. 1.57
καὶ μυχοὺς διζάσατο βαλλόμενος κρηπῖδας ἀλσέων (sc. Ἀπόλλων.) fr. 51a. 4. κατέβαν στεφάνων καὶ θαλιᾶν τροφὸν ἄλσος Ἀπόλλωνος at Delphi Πα.. 1. ὦ Κύπου δέσποινα, τεὸν δεῦτ' ἐς ἄλσος φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν λτ;γτ;ενοφῶν ἐπάγαγ temple of Aphrodite Ourania at Corinth fr. 122. 18. ἐν Τυν] δαριδᾶν ἱερῷ [τεμέ]νει πεφυτευμένον ἄ[λσος (supp. Lobel.) at Argos Pae. 18.2 cf. Σ. fr. 140a. 13. met., κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος (τοὺς οἴκους φησὶ τὸ ἑστάναι ὡς τὰ ἄλση. Σ.) O. 5.13 -
7 δεῦτε
1 hither perhaps pl. of δεῦρο (cf. Lobel, Αλκαίου Μέλη xliv; Schwyz. 1. 632) ὦ Κύπρου δέσποινα, τεὸν δεῦτἐς ἄλσος φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν ἑκατόγγυιον λτ;γτ;ενοφῶν τελέαις ἐπάγαγ' εὐχωλαῖς ἰανθείς fr. 122. 19. pro impv., δεῦτ' ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι, (v. 1. ἴδετ) fr. 75. 1. -
8 ἑκατόγγυιος
ἑκᾰτόγγυιος, -ον1 hundred-bodied i. e. hundred in number (but v. van Groningen, Pindare au Banquet, 41.) φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν ἑκατόγγυιον λτ;γτ;ενοφῶν ἐπάγαγ fr. 122. 19. -
9 ἐπάγω
1 bring(to) ὦ Κύπρου δέσποινα, τεὸν δεῦτ' ἐς ἄλσος φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν ἑκατόγγυιον λτ;γτ;ενοφῶν ἐπγαγ ( ἀπάγαγ e codd. Athenaei coni. Meineke) fr. 122. 20. met., ἁρπαλέαν δόσιν πενταεθλίου σὺν ἑορταῖς ὑμαῖς ἐπγαγες (sc. Ἀπόλλων) P. 8.66οὕτω δὲ Μοῖρ' ἐπί τι καὶ πῆμ ἄγει O. 2.37
]ἐπαγομ[ Pae. 20.6
εὔοδμον ἐπάγοισιν ἔαρ φυτὰ νεκτάρεα (unus cod. Dion. Hal.: ἐπαίωσιν rell.) fr. 75. 15. -
10 κόρα
κόρα, κούρα (κόρα, -ᾳ, -αν; -οι, -ᾶν, -αισι: κούρα, -ας, -ᾳ, -αν; -αις.)a daughter esp. unmarried daughter.εὐθρόνοις Κάδμοιο κούραις O. 2.23
“ Κενταύρου με κοῦραι θρέψαν ἁγναί” P. 4.103μετὰ κόραισι Νηρῆος ἁλίαις O. 2.29
ἀρχᾶθεν Ἰαπετιονίδος φύτλας κοῦροι κορᾶν O. 9.56
κόραι Πιερίδες Διός O. 10.96
“ φαμὶ γὰρ — Ἐπάφοιο κόραν ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαι” Libya P. 4.14 ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ' ψέος εὐρυβία Cyrene P. 9.13Ἀνταίου μέτα καλλίκομον μναστῆρες ἀγακλέα κούραν P. 9.106
Λίβυς, ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα P. 9.117
Κάδμου κόραι P. 11.1
Δαρδανίδα κόραν Πριάμου Κασσάνδραν P. 11.19
Δαναοῦ πόλιν ἀγλαοθρόνων τε πεντήκοντα κορᾶν N. 10.1
βαθύζωνοι κόραι χρυσοπέπλου Μναμοσύνας Muses I. 6.74 [κού[ρα] (supp. Reitzenstein i. e. Zeuxippe: κοῦ[ρος] Snell) fr. 51b.]Λατοίδαν θαμινὰ Δελφῶν κόραι μελπόμεναι Pae. 6.16
Μναμοσύνᾳ κόραισί τ Muses Πα. 7B. 16.κόρα μιγεῖσ' ὠκεανοῦ Μελία Pae. 9.43
Δωρίδος [πε]ντήκο[ντα κο]ύραις (supp. Lobel: i. e. Nereids) Θρ. 4. 5.b unmarried girl ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν Koronis, pregnant by Apollo P. 3.39Ματρί, τὰν κοῦραι παρ' ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται P. 3.78
“ κούρας δ' ὁπόθεν γενεὰν ἐξερωτᾷς” P. 9.43 μάντιν τ' ὄλεσσε κόραν Kassandra P. 11.33 φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν ἑκατόγγυιον the temple prostitutes of Aphrodite at Korinth fr. 122. 19. esp. of Pallas Athene,πατρί τε κόρᾳ τ' ἐγχειβρόμῳ O. 7.43
κούρα Παλλὰς O. 13.65
Ἥρας πόσιν τε πειθέμεν κόραν τε γλαυκώπιδα N. 7.96
-
11 Ξενοφῶν
son of Thessalos, of Corinth, of the clan Oligaithidai, victor in stadion and pentathlon at Olympia 464 B. C.1λτ;γτ;ενοφῶντος εὔθυνε δαίμονος οὖρον O. 13.28
ὦ Κύπρου δέσποινα, τεὸν δεῦτ' ἐς ἄλσος φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν ἑκατόγγυιον λτ;γτ;ενοφῶν τελέαις ἐπάγαγ εὐχωλαῖς ἰανθείς (Musurus: λτ;γτ;ενοφόων codd. Athenaei) fr. 122. 19. -
12 φορβάς
φορβᾰς f. adj.,1 grazing i. e. free to wander met. ὦ Κύπρου δέσποινα, τεὸν δεῦτ' ἐς ἄλσος φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν ἑκατόγγυιον λτ;γτ;ενοφῶν ἐπάγαγ (of the temple prostitutes of Aphrodite at Korinth: cf. Poll., 7. 203) fr. 122. 19. -
13 ναόω
νᾱόω,II ναοῖ· ἱκετεύει, Hsch.; cf.ναεύω, ναύω 11
.
См. также в других словарях:
Ἀγέλαν — Ἀγέλᾱν , Ἀγέλης masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγέλαν — ἀγέλᾱν , ἀγέλη herd fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ARATUS — I. ARATUS Cnidius, Historiam Aegypti scripsit. II. ARATUS Poeta Solensis, tempore Ptolemaei Philadelphi, in aula Antigoni Gonatae, fil. Demetrii Poliorcetae plerumque versatus. Scripsit, quae exstant φαινόμενα et Διοσήμεια, in quibus situm, motum … Hofmann J. Lexicon universale