-
1 επαίωσιν
-
2 ἐπαίωσιν
-
3 ἐπάγω
1 bring(to) ὦ Κύπρου δέσποινα, τεὸν δεῦτ' ἐς ἄλσος φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν ἑκατόγγυιον λτ;γτ;ενοφῶν ἐπγαγ ( ἀπάγαγ e codd. Athenaei coni. Meineke) fr. 122. 20. met., ἁρπαλέαν δόσιν πενταεθλίου σὺν ἑορταῖς ὑμαῖς ἐπγαγες (sc. Ἀπόλλων) P. 8.66οὕτω δὲ Μοῖρ' ἐπί τι καὶ πῆμ ἄγει O. 2.37
]ἐπαγομ[ Pae. 20.6
εὔοδμον ἐπάγοισιν ἔαρ φυτὰ νεκτάρεα (unus cod. Dion. Hal.: ἐπαίωσιν rell.) fr. 75. 15.
См. также в других словарях:
ἐπαίωσιν — ἐπαΐωσιν , ἐπαίω pres subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)