-
1 ἀγρέτης
II [full] Ἀγρέτης, ὁ, perh. from ἀγρός, god of the fields, title of Apollo at Chios, GDI5666.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρέτης
-
2 αγρετης
-
3 ἀγρέτης
ἀγρέτης, Sammler, Anführer, Führer -
4 πυρ-αγρέτης
πυρ-αγρέτης, ὁ, καρκίνος, = πυράγρα, Philp. 16 (VI, 92).
-
5 φιλ-αγρέτης
φιλ-αγρέτης, ὁ, der Jagdliebende, Jagdfreund?
-
6 λιν-αγρέτης
λιν-αγρέτης, ὁ, im Netz gefangen, πορκέων, Lycophr. 237.
-
7 θηρ-αγρέτης
θηρ-αγρέτης, ὁ, Wildfänger, Jäger; Eur. Bacch. 108; Zosim. 2 (VI, 184).
-
8 ακρωτης
-
9 Αγρέται
Ἀγρέτηςgod of the fields: masc nom /voc plἈγρέτᾱͅ, Ἀγρέτηςgod of the fields: masc dat sg (doric aeolic) -
10 Ἀγρέται
Ἀγρέτηςgod of the fields: masc nom /voc plἈγρέτᾱͅ, Ἀγρέτηςgod of the fields: masc dat sg (doric aeolic) -
11 Αγρέταν
Ἀγρέτᾱν, Ἀγρέτηςgod of the fields: masc acc sg (epic doric aeolic)Ἀγρέτηςgod of the fields: masc acc sg -
12 Ἀγρέταν
Ἀγρέτᾱν, Ἀγρέτηςgod of the fields: masc acc sg (epic doric aeolic)Ἀγρέτηςgod of the fields: masc acc sg -
13 αγρέται
ἀγρέτηςgod of the fields: masc nom /voc plἀγρέτᾱͅ, ἀγρέτηςgod of the fields: masc dat sg (doric aeolic) -
14 ἀγρέται
ἀγρέτηςgod of the fields: masc nom /voc plἀγρέτᾱͅ, ἀγρέτηςgod of the fields: masc dat sg (doric aeolic) -
15 αγρέταν
ἀγρέτᾱν, ἀγρέτηςgod of the fields: masc acc sg (epic doric aeolic)ἀγρέτηςgod of the fields: masc acc sg -
16 ἀγρέταν
ἀγρέτᾱν, ἀγρέτηςgod of the fields: masc acc sg (epic doric aeolic)ἀγρέτηςgod of the fields: masc acc sg -
17 ἀγρετεύω
-
18 θηραγρετης
-
19 κωλαγρετης
-
20 πυραγρετης
π. καρκίνος Anth. = πυράγρα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αγρέτης — ἀγρέτης και δωρ. ἀγρέτας, ο άρχοντας, ηγεμόνας … Dictionary of Greek
Ἀγρέται — Ἀγρέτης god of the fields masc nom/voc pl Ἀγρέτᾱͅ , Ἀγρέτης god of the fields masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρέται — ἀγρέτης god of the fields masc nom/voc pl ἀγρέτᾱͅ , ἀγρέτης god of the fields masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηραγρέτης — θηραγρέτης, ὁ (Α) κυνηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + αγρέτης (< αγρώ), πρβλ. ιππ αγρέτης, πυρ αγρέτης] … Dictionary of Greek
λιναγρέτης — λιναγρέτης, ὁ (Α) πιασμένος στα δίχτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + αγρέτης (< ἀγρῶ πιάνω, καταλαμβάνω»), πρβλ. θηρ αγρέτης] … Dictionary of Greek
μαζαγρέτας — μαζαγρέτας, α, ὁ (Α) (δωρ. τ.) αυτός που ζητιανεύει κριθαρένιο ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα «κριθαρένιο ψωμί» + ἀγρέτας, δωρ. τ. τού ἀγρέτης* (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. θηρ αγρέτης] … Dictionary of Greek
πυραγρέτης — ὁ, Α (ενν. καρκίνος) η πυράγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἀγρέτης (< θ. αγρε τού ἀγρῶ* / έω), πρβλ. θηρ αγρέτης] … Dictionary of Greek
φιλαγρέτις — ιδος, ἡ, Α (προσωνυμία τής Αρτέμιδος) αυτή που αγαπά το κυνήγι («τριμάκαιρα φιλαγρέτις Ἄρτεμις», Παυλ. Σιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. ενός αμάρτυρου τ. *φιλαγρέτης < φιλ(ο) * + ἀγρέτης (< θ. αγρε τού ἀγρῶ / έω «πιάνω»), πρβλ. πυρ αγρέτης] … Dictionary of Greek
Ἀγρέταν — Ἀγρέτᾱν , Ἀγρέτης god of the fields masc acc sg (epic doric aeolic) Ἀγρέτης god of the fields masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρέταν — ἀγρέτᾱν , ἀγρέτης god of the fields masc acc sg (epic doric aeolic) ἀγρέτης god of the fields masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλακρέτης — και κωλαγρέτης, ὁ (Α) 1. τίτλος άρχοντα τής αρχαίας Αθήνας, καθώς και άλλων πόλεων, ο οποίος ασχολούνταν με τα οικονομικά τής πόλης 2. φρ. «κωλακρέτου γάλα» (κωμικά) δικαστικός μισθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλαγρέτης, με αφομοιωτική τροπή τού γ σε κ ,… … Dictionary of Greek