-
101 αποτομας
-
102 αποφρας
- άδος adj.1) бесчестный, нечестивый(βίος Luc.)
2) роковой, злосчастныйἀποφράδες πύλαι Plut. — роковые ворота (в Риме, через которые осужденные выводились на казнь)
3) (лат. nefastus) неприсутственный(ἡμέρα Plat., Lys., Plut.)
-
103 αποφυας
-
104 Αρκας
ἀδος ὅ уроженец Аркадии Hom., Xen. -
105 Ασωπιας
-
106 Αφροδισιας
- άδος ἥ Афродисиада1) приморский город и остров в Киренаике Her.2) мыс и приморский город в Киликии, против Кипра Diod. -
107 Αχαιιας
-
108 Αχερουσιας
(λίμνη Plat.)
-
109 αχρας
- άδος ἥ дикая груша (дерево и плод, предполож. Pirus salicifolia) Arph., Arst., Plut., Anth. -
110 βακχιας
-
111 βλιτας
-
112 Βοιβιας
-
113 βοσκας
- άδος ἥ предполож. чирок ( Anas crecca) Arst. -
114 βουνιας
-
115 Βουφρας
-
116 γενειας
-
117 Γοργας
-
118 γυπιας
-
119 Δαυλιας
-
120 δεικτηριας
- άδος ἥ мимическая актриса Polyb.
См. также в других словарях:
ἅδος — satiety neut nom/voc/acc sg ἅδος satiety masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδος — (I) ἅδος ( εος), ο ή το (Α) [ἅδην] κορεσμός, αηδία, μπούχτισμα. (II) ἄδος, το (Α) ψήφισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁδεῖν, ἁνδάνω] … Dictionary of Greek
-άδος — κατάληξη πολλών τοπωνυμίων: Βροντάδος, Μανταμάδος, Μαχαιράδος, Παπάδος κ.λπ. από τη γεν. πληθ. Βροντάδων, Μαχαιράδων, Παπάδων κ.ά. κυρίων ονομάτων κτητορικών (βλ. άδο) … Dictionary of Greek
σποράς — άδος, η, ΝΑ, και σποράς, άδος, ὁ, Α (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Σποράδες ονομασία διαφόρων διάσπαρτων νησιών μας τα οποία από γεωγραφική άποψη εξετάζονται κατά ομάδες («Βόρειες Σποράδες») αρχ. 1. (στον εν., μόνον με περιληπτ. ουσ., όπως… … Dictionary of Greek
συππινάς — ᾱδος ή άδος, ὁ, Α πιθ. στιππειουργός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίππιον, άλλος τ. τής λ. στυππεῖον* «στουπί» (πρβλ. σίππινος) + επίθημα ᾶς, ᾶδος. Για τη γρφ. τού τ. με υ πρβλ. και τις ποικίλες γραφές τού τ. στυππεῖον*] … Dictionary of Greek
Πελασγιάς — άδος, ἡ, Α βλ. Πελασγίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πελάσγιος + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. Ολυμπι άς)] … Dictionary of Greek
Φθιάς — άδος, ἡ, Α ιδιότυπη μορφή θηλ. τού επιθ. Φθῑος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φθία + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. Ἐρετρι άς)] … Dictionary of Greek
πενθάς — άδος, ἡ, ΜΑ θηλ. τού πενθαλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. άς, άδος] … Dictionary of Greek
πενθεράς — άδος, ἡ, Α η πεθερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός + επίθημα άς, άδος] … Dictionary of Greek
πεντεκαιδεκάς — άδος, ἡ, Μ ποσό που αποτελείται από δεκαπέντε μονάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. πεντ άς)] … Dictionary of Greek
περιτροχάς — άδος, ἡ, Α (για γυναίκα) αυτή που γυρίζει εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιτρέχω + επίθημα άς, άδος] … Dictionary of Greek