-
1 αποφρας
- άδος adj.1) бесчестный, нечестивый(βίος Luc.)
2) роковой, злосчастныйἀποφράδες πύλαι Plut. — роковые ворота (в Риме, через которые осужденные выводились на казнь)
3) (лат. nefastus) неприсутственный(ἡμέρα Plat., Lys., Plut.)
См. также в других словарях:
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek