-
1 ἄττα [2]
ἄττα, att. für τινά, ἄττα, für ἅτινα, ion. ἄσσα u. ἅσσα. Bei Hom. ἅσσα Iliad. 1, 554. 9, 367. 10, 208. 409. 20, 127 Od. 5, 188. 7, 197; ὁπποῖ' ἄσσα περὶ χροῒ εἵματα ἕστο Od. 19, 218. Häufig in Prosa, gew. ἄττα mit einem nomen, doch auch allein, λέγειν ἄττα Plat. Soph. 236 e; γεωμετρίας ἄττα Theaet. 145 c; bei Zahlwörtern, ungefähr, τέτταρ' ἄττα ῥεύματα Phaed. 112 e.
-
2 ἄττα
-------------------------------------------ἄττα (B), a salutation used to elders,A father,ἄττα γεραιέ Il.9.607
, cf. Od.16.31, etc.; said to be Thess. by Eust.777.54. (From child-language.) -
3 άττα
-
4 ἄττα 2
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄττα 2
-
5 ἅττα (2)
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἅττα (2)
-
6 ἄττα
-
7 Αττα
-
8 Ἄττα
-
9 αττα
-
10 ἀττα
-
11 ἄττα
ἄττα: a term of endearment used in addressing elders, ‘father,’ ‘uncle.’A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄττα
-
12 ἄττα
-
13 ἄττα 1
ἄττα 1.Grammatical information: m.Meaning: Voc. `father' (Il.).Other forms: Acc. ἄττειν `grandfather' Thespiae.Dialectal forms: Thess. acc. to Eust. 777, 54, used to address your foster father.Etymology: Elementary `Lallwort', found in several IE languages; may be inherited: Lat. atta and, with inflection, Hitt. attaš, Germ., e. g. Goth. atta, - ins etc..; with suffix OCS. otьcь. Cf.. Chantraine REGr. 59-60, 244. S. also ἄππα and W.-Hofmann s. atta.Page in Frisk: 1,182Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄττα 1
-
14 αττα
I.IIIи ἄσσα (= τινά, pl. n к τις) несколько, некоторые, кое-чтоσμίκρ΄ ἄ. Arph., Plat., Arst. — кое-какие мелочи, кое-что;
τοιαῦτ΄ ἄ. Plat. — нечто в этом роде;τρί΄ ἄ. Plat. — около трехII.οὐκ οἶδ΄ ἅ. σοφίζει Plat. — не знаю, о чем ты толкуешь
-
15 ἄττα
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄττα
-
16 ἅττα (1)
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἅττα (1)
-
17 ἄττα
Βλ. λ. άττα -
18 ἅττα
Βλ. λ. άττα -
19 τινὰ (2)
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > τινὰ (2)
-
20 ἅτινα
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἅτινα
См. также в других словарях:
ἄττα — something indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άττα — (atta). Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των φορμικιδών. Ζουν κυρίως στο Μεξικό και στη Νότια Αμερική. Έχουν σχετικά με το σώμα τους δυσανάλογο κεφάλι και ονομάζονται από τους ιθαγενείς μυρμήγκια με ομπρέλα γιατί πάντα μεταφέρουν… … Dictionary of Greek
ἀττα — ἀσσα , τις any one neut acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄττα — Ἄσσᾱ , Ἄσσα fem nom/voc/acc dual Ἄσσα , Ἄσσα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅττα — ὅστις that neut nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άττα, Τίτος Κουίντιος — (τέλη 2ου αι. – 77 π.Χ.). Ο νεότερος από τους τρεις κωμωδιογράφους της ρωμαϊκής κωμωδίας, που απέδωσε με τέχνη τις φλύαρες συζητήσεις των γυναικών. Μόνο αποσπάσματα των έργων του διασώθηκαν … Dictionary of Greek
ἄτθ' — ἄττα , ἄττα something indeclform (exclam) ἄττε , ἀίσσω shoot pres imperat act 2nd sg (attic) ἄττε , ἀίσσω shoot imperf ind act 3rd sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄττ' — ἄττα , ἄττα something indeclform (exclam) ἄττε , ἀίσσω shoot pres imperat act 2nd sg (attic) ἄττε , ἀίσσω shoot imperf ind act 3rd sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅτθ' — ἅττα , ὅστις that neut nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅττ' — ἅττα , ὅστις that neut nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όστις — ήτις, ό,τι (ΑΜ ὅστις, ἥτις, ὅ, τι, Α αρσ. και ὅτις και ὄρτιρ, ουδ. και ὅτι και ὅττι και ὄττι) (αναφ. αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α.(στον εν.) 1. γεν. οὗτινος και ὅτου, ἧστινος, οὗτινος και ὅτου, επικ. τ. ὅττεο και ὅττευ και ὅτευ, ιων. τ. ὅτεο, λεσβ. τ.… … Dictionary of Greek