-
1 ἄρκ(τ)ος
медведь, медведица.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄρκ(τ)ος
-
2 αρκ(τ)οτρόφος
ο, η см. αρκουδιάρης -
3 αρκ(τ)οτρόφος
ο, η см. αρκουδιάρης -
4 ἀρκέσιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρκέσιμος
-
5 ἀρκετός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρκετός
-
6 ἄρκεσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄρκεσις
-
7 ἄρκεσμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄρκεσμα
-
8 ἀρκυωρέω
A watch the nets, of a spider, Ael.VH1.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρκυωρέω
-
9 ἄρκυς
ἄρκῠς ( ἅρκ- Et.Gen., cf. Paus.Gr.Fr.73), υος, ἡ: pl., nom. and acc., ἄρκυες, -υας, [dialect] Att. acc. ἄρκυς (v. infr.):—A net, hunter's net, A.Ag. 1116, Ch. 1000: more freq. in pl.,ἐξ ἀρκύων πέπτωκεν Id.Eu. 147
(lyr.);ἀρκύων μολεῖν ἔσω E.Cyc. 196
; ἄρκυς ἱστάναι to set nets, X.Cyn.6.5; διωκόμενον τὸν λαγὼ εἰς τὰς ἄρκυς ib.10;πλεξάμενος ἄρκυς Ar.Lys. 790
: metaph., ἄρκυες ξίφους the toils, i. e. perils, of the sword, E.Med. 1278.2 woman's hair-net, Hsch. -
10 ἀρκέω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀρκέω
-
11 ἄρκιος
ἄρκιος (root ἀρκ), helping, to be depended upon, certain; οὔ οἱ ἔπειτα | ἄρκιον ἐσσεῖται φυγέειν κύνας ἠδ' οἰωνούς, ‘nothing shall avail him’ to escape, Il. 2.393 ; νῦν ἄρκιον ἢ ἀπολέσθαι | ἠὲ σαωθῆναι, a ‘sure’ thing, i. e. no other alternative presents itself, Il. 15.502; so, μισθὸς ἄρκιος, Κ 3, Od. 18.358, unless the word has here attained to its later meaning of sufficient. Cf. ἀρκέω.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄρκιος
-
12 ἄρκτος
Grammatical information: f. (m.?)Meaning: `bear' (Il.); also `Ursa maior' (Scherer Gestirnnamen 131ff.), `the north'; also a crustacean, `Arctos Ursus' = τέττιξ (Arist.; Thompson Fishes 17).Other forms: ἄρκος m. f. (LXX). The form is early in names, Dobias-Lalou, Inscr. Cyrène, 2000, 6. Late ἄρξ (OGI 201, 15).Derivatives: Demin. ἀρκτύλος (Poll.), ἄρκυλλος (Sch. Opp.), ἄρκιλος (Eust.); ἀρκτῳ̃ος `id.' (Luc.; after ἑῳ̃ος from ἕως); ἄρκ(τ)ειος `belonging to a bear' (Dsc.; after αἴγειος, βόειος etc.); ἀρκτῆ (aus - έη) f. `skin of a bear' (Anaxandr.). ἄρκτιον n. plant name, `Inula candida' (Dsc.; Strömberg Pflanzennamen 118). - Whether Άρκάδες (s.v.) belongs here, is uncertain s. Sommer Ahh. u. Sprw. 63f.Origin: IE [Indo-European] [864] *h₂rtḱo- `bear'Etymology: The late form with single - κ- is confirmed by derivations; it must be just simplification (or from before the metathesis?). Old name of the bear: Skt. ŕ̥kṣa-, Av. arša-, Arm. arǰ, Lat. ursus, Celt., e.g. MIr. art. Hitt. ḫartagga- lead to the reconstruction *h₂rtḱo-. In Germanic and Balto-Slavic the name was replaced, prob. for taboo-reasons; cf. Emeneau Lang. 24, 56ff. The old etymology as `destroyer' (Skt. rákṣas-, Aw. raš- `damage) has now become untenable. On the suffix -ḱ- cf. ἀλώπηξ.Page in Frisk: 1,141-142Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄρκτος
См. также в других словарях:
Ζαν ντ’ Αρκ — (Jeanne d’ Arc, Ντομρεμί, Καμπανία 1412 – Ρουέν 1431). Γαλλίδα ηρωίδα και αγία της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Σε ηλικία 13 ετών είδε στον κήπο του πατρικού σπιτιού της το πρώτο από τα οράματά της, όπου παρουσιαζόταν ο αρχάγγελος Μιχαήλ, η αγία… … Dictionary of Greek
Ντ’ Αρκ, Ζαν — Βλ. λ. Ζαν ντ’ Αρκ … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ορλεάνη — (Orleans). Πόλη (102710 κάτ.) της βορειοκεντρικής Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Λουαρέ (6775 τ. χλμ.), Είναι χτισμένη κοντά στον ποταμό Λίγηρα (Λουάρ), στη συμβολή της διώρυγας της Ορλεάνης. Ήταν πιθανότατα το Cenabum ή Genabum (Γήναβον) των… … Dictionary of Greek
Μπέργκμαν, Ίνγκριντ — (Ingrid Bergman, 1915 – 1982). Σουηδή ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου. Αφού έγινε γνωστή στην πατρίδα της από μερικές ταινίες που γύρισε με σκηνοθέτη τον Γκούσταφ Μολάντερ, υπέγραψε συμβόλαιο με τον παραγωγό Ντέιβιντ Ο’ Σέλζνικ και… … Dictionary of Greek
Μπιφέ, Μπερνάρ — (Bernard Buffet, Παρίσι 1928 – 1999). Γάλλος ζωγράφος. Ύστερα από σύντομες σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών, εξέθεσε στο Σαλόν του 1944 μια αυτοπροσωπογραφία, που κίνησε το ενδιαφέρον της κριτικής. Αργότερα έλαβε μέρος στις εκθέσεις του… … Dictionary of Greek
Ντράγερ, Καρλ Τέοντορ — (Carl TheodorDreyer, Κοπεγχάγη 1889 – 1968). Δανός σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Ξεκίνησε ως δημοσιογράφος κι έτσι του δόθηκε η ευκαιρία να πλησιάσει τους κινηματογραφικούς κύκλους της Δανίας περίπου το 1912 και να συνεργαστεί στα σενάρια των… … Dictionary of Greek
Πεγκί, Σαρλ — (Peguy, Charles, Ορλεάν 1873 – Βιλρουά 1914). Γάλλος συγγραφέας, ποιητής και δημοσιογράφος. Σοσιαλιστής, έπειτα καθολικός ορθόδοξος και εθνικιστής, σκοτώθηκε στον πόλεμο, κατά τη μάχη του Μάρνη. Ο Π. άσκησε κολοσσιαία επίδραση, με αντιγερμανικές… … Dictionary of Greek
Σαβοΐα — (Savoie). Ιστορική περιοχή της νοτιοανατολικής Γαλλίας, που αντιστοιχεί σήμερα στους δυο νομούς της Σαβοΐας και της Άνω Σαβοΐας. Εκτείνεται από τη λίμνη της Γενεύης, στα σύνορα με την Ελβετία, στα Β, ως το ορεινό συγκρότημα Ταμπόρ στα Ν, και από… … Dictionary of Greek
Τεχεράνη — (ιρανικά Τεχράν). Πόλη (6.022.078 κάτ.) του βορειοκεντρικού Ιράν, πρωτεύουσα του κράτους από το 1788 και της ομώνυμης επαρχίας (οστάν) (29.933 τ. χλμ.). Βρίσκεται σε υψίπεδο 1.132 μ., κοντά στις ακραίες νότιες παραφυάδες της ορεινής αλυσίδας… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek