Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἅρκ-

См. также в других словарях:

  • Ζαν ντ’ Αρκ — (Jeanne d’ Arc, Ντομρεμί, Καμπανία 1412 – Ρουέν 1431). Γαλλίδα ηρωίδα και αγία της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Σε ηλικία 13 ετών είδε στον κήπο του πατρικού σπιτιού της το πρώτο από τα οράματά της, όπου παρουσιαζόταν ο αρχάγγελος Μιχαήλ, η αγία… …   Dictionary of Greek

  • Ντ’ Αρκ, Ζαν — Βλ. λ. Ζαν ντ’ Αρκ …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ορλεάνη — (Orleans). Πόλη (102710 κάτ.) της βορειοκεντρικής Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Λουαρέ (6775 τ. χλμ.), Είναι χτισμένη κοντά στον ποταμό Λίγηρα (Λουάρ), στη συμβολή της διώρυγας της Ορλεάνης. Ήταν πιθανότατα το Cenabum ή Genabum (Γήναβον) των… …   Dictionary of Greek

  • Μπέργκμαν, Ίνγκριντ — (Ingrid Bergman, 1915 – 1982). Σουηδή ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου. Αφού έγινε γνωστή στην πατρίδα της από μερικές ταινίες που γύρισε με σκηνοθέτη τον Γκούσταφ Μολάντερ, υπέγραψε συμβόλαιο με τον παραγωγό Ντέιβιντ Ο’ Σέλζνικ και… …   Dictionary of Greek

  • Μπιφέ, Μπερνάρ — (Bernard Buffet, Παρίσι 1928 – 1999). Γάλλος ζωγράφος. Ύστερα από σύντομες σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών, εξέθεσε στο Σαλόν του 1944 μια αυτοπροσωπογραφία, που κίνησε το ενδιαφέρον της κριτικής. Αργότερα έλαβε μέρος στις εκθέσεις του… …   Dictionary of Greek

  • Ντράγερ, Καρλ Τέοντορ — (Carl TheodorDreyer, Κοπεγχάγη 1889 – 1968). Δανός σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Ξεκίνησε ως δημοσιογράφος κι έτσι του δόθηκε η ευκαιρία να πλησιάσει τους κινηματογραφικούς κύκλους της Δανίας περίπου το 1912 και να συνεργαστεί στα σενάρια των… …   Dictionary of Greek

  • Πεγκί, Σαρλ — (Peguy, Charles, Ορλεάν 1873 – Βιλρουά 1914). Γάλλος συγγραφέας, ποιητής και δημοσιογράφος. Σοσιαλιστής, έπειτα καθολικός ορθόδοξος και εθνικιστής, σκοτώθηκε στον πόλεμο, κατά τη μάχη του Μάρνη. Ο Π. άσκησε κολοσσιαία επίδραση, με αντιγερμανικές… …   Dictionary of Greek

  • Σαβοΐα — (Savoie). Ιστορική περιοχή της νοτιοανατολικής Γαλλίας, που αντιστοιχεί σήμερα στους δυο νομούς της Σαβοΐας και της Άνω Σαβοΐας. Εκτείνεται από τη λίμνη της Γενεύης, στα σύνορα με την Ελβετία, στα Β, ως το ορεινό συγκρότημα Ταμπόρ στα Ν, και από… …   Dictionary of Greek

  • Τεχεράνη — (ιρανικά Τεχράν). Πόλη (6.022.078 κάτ.) του βορειοκεντρικού Ιράν, πρωτεύουσα του κράτους από το 1788 και της ομώνυμης επαρχίας (οστάν) (29.933 τ. χλμ.). Βρίσκεται σε υψίπεδο 1.132 μ., κοντά στις ακραίες νότιες παραφυάδες της ορεινής αλυσίδας… …   Dictionary of Greek

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»