Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἅπτομαι

См. также в других словарях:

  • άπτομαι — βλ. άπτω …   Dictionary of Greek

  • ἅπτομαι — ἅπτω fasten pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅπτομ' — ἅπτομαι , ἅπτω fasten pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπτω — (νεοελλ. άφτω) ἅπτω (AM), άπτομαι (AM ἅπτομαι) ( ω) ανάβω κάτι νεοελλ. 1. ανάβω, καίγομαι 2. ανάβω, εξάπτομαι αρχ. 1. φρ. «χορὸν ἅψωμεν» ας αρχίσουμε τον χορό 2. προσαρμόζω (νέα χορδή στη λύρα) ( ομαι) νεοελλ. 1. έχω κάποια σχέση, πλησιάζω 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • Deponent verb — In linguistics, a deponent verb is a verb that is active in meaning but takes its form from a different voice, most commonly the middle or passive. A deponent verb doesn t have active forms; it can be said to have deposited them (into oblivion).… …   Wikipedia

  • άαπτος — ἄαπτος ον (Α) συνήθως ερμηνεύεται: αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αγγίξει, ακαταμάχητος, ακατάβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση τής λ. με το ἅπτομαι πιθ. να οφείλεται σε παρετυμολογία, εάν το α αντί αν δεν δικαιολογείται από τη δασεία του ἅπτομαι.… …   Dictionary of Greek

  • θίγω — (ΑΜ θιγγάνω) 1. αγγίζω, ακουμπώ, άπτομαι, ψαύω 2. πλησιάζω, προσεγγίζω 3. ανακινώ κάποιο ζήτημα, κάνω λόγο γιά κάτι, αναφέρω κάτι («στο λόγο του έθιξε πολλά ζητήματα») 1. νεοελλ. μτφ. πειράζω, προσβάλλω («με τα λόγια του τόν έθιξε κατάκαρδα») 2.… …   Dictionary of Greek

  • Haptique — L’haptique, du grec ἄπτομαι (haptomai) qui signifie « je touche », désigne la science du toucher, par analogie avec l acoustique ou l optique. Au sens strict, l’haptique englobe le toucher et les phénomènes kinesthésiques, c est à dire… …   Wikipédia en Français

  • Sanft — Sanft, er, este, adj. et adv. welches in seinen meisten Bedeutungen dem rauh entgegen gesetzet ist, und so wie alle Wörter zunächst eine in das Gehör fallende Eigenschaft ausdruckt. 1. Im eigentlichsten Verstande, da es von dem Laute gebraucht… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • άναπτος — (I) και άναφτος, η, ο (Α ἄναπτος, ον) ο μη αναμμένος, ανάναφτος. (II) ἄναπτος, ον (Α) [ἅπτομαι] αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αγγίξει, ανέγγιχτος, άπιαστος …   Dictionary of Greek

  • αγγίζω — 1. επιθέτω, ακουμπώ απαλά τα δάχτυλά μου κάπου, ψαύω 2. θίγω, πειράζω, ενοχλώ 3. συγκινώ 4. προσεγγίζω, πλησιάζω 5. ακουμπώ, άπτομαι 6. ψηλαφώ, εξετάζω 7. δοκιμάζω, γεύομαι 8. μέσ. θυμώνω, ενοχλούμαι, πειράζομαι 9. παθ. προσβάλλομαι από σοβαρή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»