Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ϑίγω

См. также в других словарях:

  • θίγω — θίγω, έθιξα βλ. πίν. 21 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • θίγω — έθιξα, θίχτηκα, θιγμένος 1. εγγίζω, βάζω χέρι κάπου: Ο διαρρήκτης δεν έθιξε τα κοσμήματα. 2. προσεγγίζω, πλησιάζω: Αυτό θίγει τα όρια της βλακείας. 3. γεύομαι, δοκιμάζω: Ο άρρωστος δεν έθιξε τίποτε από όσα του έφεραν να φάει. 4. προσβάλλω: Τι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θίγω — (ΑΜ θιγγάνω) 1. αγγίζω, ακουμπώ, άπτομαι, ψαύω 2. πλησιάζω, προσεγγίζω 3. ανακινώ κάποιο ζήτημα, κάνω λόγο γιά κάτι, αναφέρω κάτι («στο λόγο του έθιξε πολλά ζητήματα») 1. νεοελλ. μτφ. πειράζω, προσβάλλω («με τα λόγια του τόν έθιξε κατάκαρδα») 2.… …   Dictionary of Greek

  • θίγω — θιγγάνω touch aor subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπροπηλακίζω — Μ προπηλακίζω επίσης, θίγω κάποιον κατά τον ίδιο τρόπο όπως και κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + προπηλακίζω «θίγω, επιρρίπτω κατηγορία»] …   Dictionary of Greek

  • αγγίζω — 1. επιθέτω, ακουμπώ απαλά τα δάχτυλά μου κάπου, ψαύω 2. θίγω, πειράζω, ενοχλώ 3. συγκινώ 4. προσεγγίζω, πλησιάζω 5. ακουμπώ, άπτομαι 6. ψηλαφώ, εξετάζω 7. δοκιμάζω, γεύομαι 8. μέσ. θυμώνω, ενοχλούμαι, πειράζομαι 9. παθ. προσβάλλομαι από σοβαρή… …   Dictionary of Greek

  • αγγιάζω — [αγγίζω] 1. αγγίζω 2. ενοχλώ, προσβάλλω, θίγω …   Dictionary of Greek

  • αντιλαμβάνομαι — (AM ἀντιλαμβάνω κ. ομαι) 1. καταλαβαίνω, κατανοώ, εννοώ 2. έχω ικανότητα αντιληπτική || ω μσν. διαδέχομαι αρχ. παίρνω κάτι αντί για κάτι άλλο, ανταλλάσσω ομαι αρχ. μσν. βοηθώ «άντιλαβοῡ, σῶσον, ἐλέησον» αρχ. 1. κρατώ, πιάνω κάτι 2. κρατιέμαι,… …   Dictionary of Greek

  • εναφάπτω — ἐναφάπτω και ιων. τ. ἐνάπτω (Α) 1. αγγίζω ελαφρά, θίγω 2. δένω, προσδένω, προσαρτώ σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • ενοχλώ — (AM ἐνοχλῶ, έω) [οχλώ] προκαλώ ενόχληση, ταράζω την ησυχία κάποιου μσν. νεοελλ. πειράζω, θίγω μσν. βασανίζω αρχ. γίνομαι ενοχλητικός, φορτικός …   Dictionary of Greek

  • επηρεάζω — (AM ἐπηρεάζω) ασκώ βλαβερή επίδραση νεοελλ. 1. επιδρώ, επενεργώ («η υγρασία επηρεάζει τα μέταλλα») 2. (για πρόσ.) επιδρώ στη βούληση ή στο συναίσθημα άλλου («επηρεάζεται εύκολα από τους γύρω του») αρχ. μσν. 1. ενοχλώ («ἐπηρεάζων μοι συνεχῶς καὶ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»