-
1 ἅμιλλα
ἅμιλλα, ἡ (ἅμα, nicht mit ἴλη zsgstzt, wo Mehrere etwas zusammen thun), Wettkampf, oft Pind. u. Tragg.; ῥιμφάρματοι, der Wagen, Soph. O. C. 1066; πτερύγων, im Fluge, Aesch. Prom. 129; χειρῶν Eur. Hec. 226; λόγων, Wettstreit, 546; Suppl. 428; ποδοῖν Iph. A. 213; φρονήματος Andr. 213; χαρίτων Iph. T. 1147; κυλίκων Rhes. 361; αἵματος, blutiger Kampf, Hel. 1170; λέκτρων Hipp. 1141, um die Vermählung; βακχία, bacchischer Tanz, Soph. Tr. 219. In Prosa übh. Wetteifer, πρός τι, in Beziehung auf etwas, Plat. Phaedr. 271 a; ἀρετῆς Legg. V, 731 b; ἅμιλλαν ποιεῖσϑαι πρός τινα, mit Einem wetteifern, VIII, 830 d; vgl. Her. 7, 196; Thuc. 6, 32; ἅμ. γίγνεται 8, 6; ἐπὶ δωρεαῖς, um Geschenke, Dem. 20, 108; περί τινος Isocr. 4, 85; τῆς εὐεργεσίας Polyb. 3, 98; ἐξ ἁμίλλης, um die Wette, Plut.; Alciphr.
-
2 ἅμιλλα
ἅμιλλα, Wettkampf; der Wagen; im Fluge; Wettstreit. Übh. Wetteifer, um die Wette -
3 πρωτεῖον
πρωτεῖον, τό, = πρωτεία; bes. im plur., der erste Preis, Siegespreis, Plat. Phil. 22 e 33 c; τὸ πρωτεῖον εἶχε, neben προειστήκει τῶν ἄλλων Ἑλλήνων, Dem. 10, 74; ἀεὶ περὶ πρωτείων καὶ τιμῆς καὶ δόξης ἀγωνιζομένην πόλιν, 18, 66; Folgde; στασιάζειν περὶ τῶν ἐν ταῖς μάχαις πρωτείων, Pol. 1, 24, 3, wie ἡ τῶν πρωτείων ἅμιλλα, 6, 47, 8; τῶν ἀγώνων, 18, 11, 4; Sp., wie Luc., περὶ τῶν πρωτείων ἁμιλλᾶσϑαι Tox. 22.
-
4 φιλό-πλουτος
φιλό-πλουτος, Reichthum liebend, suchend, erstrebend; Eur. ἅμιλλα, I. T. 412; Luc. de domo 5, u. a. Sp.
-
5 φιλο-νεικία
φιλο-νεικία, ἡ, Streitsucht, Zanksucht, Wetteifer; πρός τι, in Etwas, Thuc. 1, 41; καὶ ἅμιλλα Plat. Legg. VIII, 834 c; neben φιλοτιμία IX, 860 d; τὸ εἰς τοσοῠτον φιλονεικίας ἐλϑεῖν πρὸς τὴν πόλιν τοὺς ἄλλους Ἕλληνας Menex. 243 d; aber auch φϑόνο υ τε καὶ φιλονεικίας καὶ ἔχϑρας ἐμπίπλασϑαι Lys. 215 d, u. öfter; διὰ φιλονεικίαν ἀγῶνα προελέσϑαι Lycurg. 5; φιλονεικίαν ἐμβάλλειν, ἐμποιεῖν τινι, Wetteifer, Ehrgeiz bei Einem erregen, Xen. Cyr. 7, 1,18. 8, 2,26; Sp., wie Pol. u. A.
-
6 μικρο-πρεπής
μικρο-πρεπής, ές, der Ggstz von μεγαλοπρεπής und ἐλευϑέριος, kleinlich, bes. in Geldsachen, von niedriger, gemeiner Denkart; ἡ περὶ λέξιν ἅμιλλα μικροπρεπὲς φαίνεται καὶ σοφιστικόν, Plut. Nic. 1; Luc. Epist. saturn. 32 u. a. Sp. – Auch adv. μικροπρεπῶς, Schol. Eur. Phoen. 111.
-
7 βάκχιος
-
8 ἀ-κῑνητίνδα
ἀ-κῑνητίνδα ἅμιλλα, Poll. 9, 110, ein Spiel, wo jeder, unbeweglich auf seinem Platze bleibend, den andern hinüberzuziehen suchte.
См. также в других словарях:
ἁμίλλα — ἁμίλλᾱ , ἅμιλλα contest for superiority fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅμιλλα — contest for superiority fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμιλλα — η (Α ἅμιλλα) 1. αγώνας για την υπεροχή, προσπάθεια δύο ή περισσοτέρων για υπερτέρηση, συναγωνισμός, ανταγωνισμός 2. αμοιβαίος ζήλος, αγώνας, προσπάθεια αρχ. 1. (με επίθ.) «ἅμιλλα φιλόπλουτος, πολύτεκνος» αγώνας για πλούτη, για παιδιά 2. φρ.… … Dictionary of Greek
άμιλλα — η συναγωνισμός, προσπάθεια: Στους αγώνες επικράτησε πνεύμα ευγενικής άμιλλας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁμιλλᾷ — ἁμιλλάομαι compete pres subj mp 2nd sg ἁμιλλάομαι compete pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμίλλας — ἁμίλλᾱς , ἅμιλλα contest for superiority fem acc pl ἁμίλλᾱς , ἅμιλλα contest for superiority fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅμιλλ' — ἅμιλλα , ἅμιλλα contest for superiority fem nom/voc sg ἅμιλλαι , ἅμιλλα contest for superiority fem nom/voc pl ἅμιλλε , ἅμιλλος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμιλλᾶι — ἁμιλλᾷ , ἁμιλλάομαι compete pres subj mp 2nd sg ἁμιλλᾷ , ἁμιλλάομαι compete pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμιλλάσθων — ἁμιλλά̱σθων , ἁμιλλάομαι compete pres imperat mp 3rd pl ἁμιλλά̱σθων , ἁμιλλάομαι compete pres imperat mp 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμίλλαι — ἁμίλλᾱͅ , ἅμιλλα contest for superiority fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμιλλαθῶ — ἁμιλλᾱθῶ , ἁμιλλάομαι compete aor subj mp 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)