-
1 μικρο-πρεπής
μικρο-πρεπής, ές, der Ggstz von μεγαλοπρεπής und ἐλευϑέριος, kleinlich, bes. in Geldsachen, von niedriger, gemeiner Denkart; ἡ περὶ λέξιν ἅμιλλα μικροπρεπὲς φαίνεται καὶ σοφιστικόν, Plut. Nic. 1; Luc. Epist. saturn. 32 u. a. Sp. – Auch adv. μικροπρεπῶς, Schol. Eur. Phoen. 111.
-
2 μικροπρεπής
μικρο-πρεπής, ές, der Ggstz von μεγαλοπρεπής und ἐλευϑέριος, kleinlich, bes. in Geldsachen, von niedriger, gemeiner Denkart
См. также в других словарях:
μεγαλοπρεπής — ές και μεγαλόπρεπος, η, ο (ΑM μεγαλοπρεπής·, ές) 1. (για πρόσ. και για πράγματα) αυτός που έχει μεγαλειώδη εμφάνιση, λαμπρός, επιβλητικός (α. «μεγαλοπρεπής τελετή» β. «μεγαλοπρεπής, εὔχαρις, φίλος τ ἀληθείας», Πλάτ.) 2. (για ύφος) υψηλός 3. το… … Dictionary of Greek
νηπιοπρεπής — νηπιοπρεπής, ές (ΑΜ) αυτός που αρμόζει σε νήπια αρχ. κατάλληλος για εκείνον που εισέρχεται για πρώτη φορά στην πνευματική ζωή τού χριστιανισμού, για τον αρχάριο στη ζωή τής Εκκλησίας. επίρρ... νηπιοπρεπῶς (Μ) με τρόπο που αρμόζει σε νήπιο,… … Dictionary of Greek
πτωχοπρεπής — ές, ΜΑ αυτός που ταιριάζει σε φτωχό, ταπεινός στην εμφάνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. μικρο πρεπής] … Dictionary of Greek