-
1 ἀμέρεια
ἀμέρ-εια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμέρεια
-
2 ἀμερής
-
3 ἀμεριαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμεριαῖος
-
4 ἥμερος
ἥμερος, -α -ον ( ἅμερ- codd., hyperdorismum agnovit Schr.: v. Forssman, 41ff.)a calm, quietλίσσομαι νεῦσον, Κρονίων, ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ἀλαλατὸς ἔχῃ P. 1.71
ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ τελέθει πρὸς γῆρας αἰὼν ἡμέρα N. 9.44
b gentle, kindτέκτονα νωδυνίας ἥμερον γυιαρκέος Ἀσκλαπιόν P. 3.6
ὥρα πότνια, τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις ἕτερον δὲ ἑτέραις (v. l. ἁμάρας.) N. 8.3 c. dat.,τρισολυμπιονίκαν ἐπαινέων οἶκον ἥμερον ἀστοῖς O. 13.2
c low, soft γαρυέμεν ἡμέρᾳ ὀπί (Benedictus: θαμερᾶ, θεμερᾶ codd.) N. 7.83 -
5 ἡμερόω
-
6 обломовщина
-ы θ.απάθεια, αμερ ιμνησία, αφροντισιά, απραγματοσύνη, ξεγνοιασιά• νωθρότητα, νωχέλεια.
См. также в других словарях:
κάνιον — Λέξη ισπανικής προέλευσης που σημαίνει διώρυγα. Στα αγγλικά (canyon) αποτελεί γεωγραφικό όρο που υποδηλώνει ένα βαθύ φαράγγι ποτάμιας διάβρωσης, με απόκρημνα τοιχώματα και βάθος μεγαλύτερο από 1.000 μ. Το κ. έχει το σχήμα διαδρόμου, συχνά… … Dictionary of Greek
Umar al-Aqta — ‘Umar ibn ‘Abdallah ibn Marwan (his first name also is variously rendered as ‘Amr or ‘Omar), surnamed al Aqta’, the one handed , and found as Amer or Ambros (Greek: Ἄμερ or Ἄμβρος) in Byzantine sources, was the Arab emir of Malatya (Melitene)… … Wikipedia
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κολτ — το περίστροφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμερ. colt από το όν. τού Αμερικανού οπλομηχανικού S. Colt] … Dictionary of Greek
ρούμπα — η, Ν είδος κουβανικού ζωηρού χορού, σε ρυθμό 4/4, που έγινε διεθνώς γνωστός στις αρχές τού 20ού αιώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμερ. ισπ. rumba] … Dictionary of Greek
φαραώ — Τίτλος των βασιλιάδων της Αιγύπτου, που διατηρήθηκε έως την περσική κατάκτηση από τον Καμβύση. Ο όρος προήλθε από την αιγυπτιακή φράση Πέραα, που σημαίνει το μεγάλο οίκημα, το ανάκτορο, και μεταφορικά το βασιλιά. Ο Ιώσηπος λαθεμένα υποστήριζε πως … Dictionary of Greek
Αλ Μανσούρ — (AlMansur). Επωνυμία με την οποία είναι γνωστές κορυφαίες προσωπικότητες του αραβικού κόσμου. Α.Μ. σημαίνει ο δοξασμένος. 1. Αμπού Άμερ Μοχάμαντ αλ Μοαφέρι (939 – 1002 μ.Χ.). Στρατηγός που διακρίθηκε στους αγώνες των Αράβων εναντίον των… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek