-
121 ενυάλιος
-
122 ἐνυάλιος
-
123 ἀέλιος
ἀέλιος, ἅλιος (ᾶε-, αε-, ᾶ-. ἀελίου, ἀελίου, ἀελίοιο, ἁλίῳ, ἅλιον, ἀέλιον. v. Forssman, 6ff.)a sun μηκέτ ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον. O. 1.5 ὀξείαις αὐγαῖς ἀελίου (v. 1. ἁλίου.) O. 3.24 “ σθένος ἀελίου χρύσεον λεύσσομεν” P. 4.144αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν N. 7.73
ἀκτὶς ἀελίου, τί πολύσκοπε μήσεαι, ὦ μᾶτερ ὀμμάτων, ἄστρον ὑπέρτατον; Pae. 9.1
ἔλαμψαν δ' ἀελίου δέμας ὅπω[ς Pae. 12.14
τοῖσι μὲν λάμπει μὲν μένος ἀελίου τὰν ἐνθάδε νύκτα κάτω Θρ. 7. 1.b sunshine ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί, ἴσαις δ' ἁμέραις ἅλιον ἔχοντες sc. those who live in the islands of the blessed. O. 2.62εἰ δ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο N. 4.13
ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν i. e. to the upper world fr. 133. 2.c day Πυθοῖ τ' ἔχει σταδίου τιμὰν διαύλου θἁλίῳἀμφἑνὶ (v. l. τ' ἀλίῳ.) O. 13.37d frag. ] ἀέλιον δ[ ?fr. 344. 5.e pro pers., Helios, the Sun godτὰν ποντίαν ὑμνέων παῖδ' Ἀφροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν, Ῥόδον O. 7.14
ἀπεόντος δ' οὔτις ἔνδειξεν λάχος Ἀελίου O. 7.58
Ἀελίου θαυμαστὸς υἱὸς (sc. Aietes.) P. 4.241 μᾶτερ Ἀελίου πολυώνυμε Θεία ( Ἁλίου coni. Morel.: cf. Hes. Theog. 371.) I. 5.1 fig. ἁμέραν παῖδ ἀελίου (v. l. ἁλίου Π.) O. 2.32 test. Σ. Theocr. 2. 10. Πίνδαρός φησιν ἐν τοῖς κεχωρισμένοις τῶν Παρθενείων ὅτι τῶν ἐραστῶν οἱ μὲν ἄνδρες εὔχονται λτ;παργτ;εῖναι Ἥλιον, αἱ δὲ γυναῖκες Σελήνην fr. 104. -
124 Αὔγουστος
Αὔγουστος, ὁ,A Augustus, used as an Adj., = Gr. σεβαστός, Paus. 3.11.4, etc.:—hence [full] Αὐγούστειος, ον, D.C.61.20: [full] Αὐγουστεῖον, τό, temple of Augustus, Id.57.10: [full] Αὐγούστεια, τά, festival of A., IG3.129, 14.739:—[full] Αὐγουστάλιος, ον, Augustalis, ludi Augustales,D.C.
54.34; -άλιος, ὁ, praefectus Augusti, Lyd.Mag.2.3.II the month August, Plu.Num.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Αὔγουστος
-
125 διφρεύω
2 c.acc., drive over,δ. ἅλιον πέλαγος E.Andr. 1010
(lyr.);νὺξ.. νῶτα διφρεύουσ' αἰθέρος Id.Fr. 114
.3 c. acc. cogn.,αἴγλαν ἐδίφρευ' Ἅλιος.. κατ' αἰθέρα Id.Supp. 991
(lyr.);ὅταν Φαέθων πυμάτην ἁψῖδα διφρεύῃ Archestr.Fr.33
.4 = διακαθίζω, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διφρεύω
-
126 δυσάλιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσάλιος
-
127 δυσήλιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσήλιος
-
128 ζαμενής
A very strong, mighty, raging, h.Merc.307 (in [comp] Sup. ζαμενέστατε) ; Κένταυρος, ἅλιος, Pi.P.9.38, N.4.13, cf. Sammelb. 5829.8: once in Trag., ζ. λόγος word of violence or enmity, S.Aj. 137 (anap.); also in late [dialect] Ep.,ζ. χόλος Opp.C.3.448
: neut. as Adv.,ἐπὶ ζαμενὲς κοτέουσα Nic.Th. 181
:—in form [full] ζᾰμενός, ή, όν, Orac. ap. Porph.Plot.22 codd., Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζαμενής
См. также в других словарях:
Ἅλιος — masc nom sg Ἅλις masc gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλιος — (I) ἅλιος, ία, ον και ος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στη θάλασσα, ο θαλάσσιος 2. ως προσδιορισμός θεών, νυμφών κ.λπ. τής θάλασσας (Νηρέας, Νηρηίδες). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς. ΠΑΡ. ἁλιεύς, αρχ. άλιας. ΣΥΝΘ. αρχ. ἐνάλιος, εἰνάλιος νεοελλ. αλιόφως]. (II)… … Dictionary of Greek
.άλιος — ἅ̱λιος , ἅλιος 1 of the sea masc nom sg ἅ̱λιος , ἅλιος 1 of the sea masc/fem nom sg ἅλιος , ἅλιος 2 fruitless masc nom sg ἅ̱λιος , ἥλιος sun masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅλιος — ἅ̱λιος , ἅλιος 1 of the sea masc nom sg ἅ̱λιος , ἅλιος 1 of the sea masc/fem nom sg ἅλιος 2 fruitless masc nom sg ἅ̱λιος , ἥλιος sun masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλίω — Ἅλιος masc nom/voc/acc dual Ἅλιος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλίοιο — Ἅλιος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλίοις — Ἅλιος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλίοισι — Ἅλιος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλίοισιν — Ἅλιος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλίου — Ἅλιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλίους — Ἅλιος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)