-
1 Αυγουστάλιος
-
2 Αὐγουστάλιος
-
3 Αυγουστάλιον
-
4 Αὐγουστάλιον
-
5 Αυγουσταλίοις
-
6 Αὐγουσταλίοις
-
7 Αυγουσταλίου
-
8 Αὐγουσταλίου
-
9 Αυγουσταλίους
-
10 Αὐγουσταλίους
-
11 Αυγουσταλίω
-
12 Αὐγουσταλίῳ
-
13 Αυγουσταλίων
-
14 Αὐγουσταλίων
-
15 Αυγουστάλια
-
16 Αὐγουστάλια
-
17 Αυγουστάλιοι
-
18 Αὐγουστάλιοι
-
19 Αὔγουστος
Αὔγουστος, ὁ,A Augustus, used as an Adj., = Gr. σεβαστός, Paus. 3.11.4, etc.:—hence [full] Αὐγούστειος, ον, D.C.61.20: [full] Αὐγουστεῖον, τό, temple of Augustus, Id.57.10: [full] Αὐγούστεια, τά, festival of A., IG3.129, 14.739:—[full] Αὐγουστάλιος, ον, Augustalis, ludi Augustales,D.C.
54.34; -άλιος, ὁ, praefectus Augusti, Lyd.Mag.2.3.II the month August, Plu.Num.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Αὔγουστος
См. также в других словарях:
αυγουστάλιος — αὐγουστάλιος, ον (Α) το αρσ. ως ουσ. 1. ιερέας αφιερωμένος στη λατρεία του Ρωμαίου αυτοκράτορα 2. ο μήνας Αύγουστος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Αὐγουστάλια αγώνες προς τιμήν του Αυγούστου … Dictionary of Greek
Αὐγουστάλιος — Augustus masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐγουστάλιον — Αὐγουστάλιος Augustus masc/fem acc sg Αὐγουστάλιος Augustus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐγουσταλίοις — Αὐγουστάλιος Augustus masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐγουσταλίου — Αὐγουστάλιος Augustus masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐγουσταλίους — Αὐγουστάλιος Augustus masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐγουσταλίων — Αὐγουστάλιος Augustus masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐγουσταλίῳ — Αὐγουστάλιος Augustus masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐγουστάλια — Αὐγουστάλιος Augustus neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐγουστάλιοι — Αὐγουστάλιος Augustus masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αρτέμιος ο μεγαλομάρτυς — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Σύμφωνα με τους συναξαριστές, ήταν πατρίκιος, δούκας και αυγουστάλιος Αλεξανδρείας επί Μεγάλου Κωνσταντίνου. Επειδή κατηγόρησε τον αυτοκράτορα Ιουλιανό τον Παραβάτη για την αποστασία του από τον χριστιανισμό,… … Dictionary of Greek