Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἅληται

См. также в других словарях:

  • ἀλῆται — ἀλάομαι wander pres subj mp 3rd sg (doric) ἀλάομαι wander pres ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἀλάομαι wander pres subj mp 3rd sg (epic ionic) ἀλάομαι wander pres ind mp 3rd sg (epic doric ionic aeolic) ἀλέομαι avoid pres subj mid 3rd sg (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄληται — Ἀλήτης masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄληται — ἀλάομαι wander pres ind mp 3rd sg ἄ̱ληται , ἀλάομαι wander perf ind mp 3rd sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅληται — ἅλλομαι sal aor subj mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλλομαι — ἅλλομαι (Α) 1. (για έμψυχα και άψυχα) αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι 2. υπερβαίνω, υπερπηδώ 3. (για ήχο) ξεπηδώ, αντηχώ 4. (για μέλη τού ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, τρέμω 5. φρ. «ἅλλομαι ἐπί τινι», εφορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 6. στη… …   Dictionary of Greek

  • αλήτης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Οικιστής της Κορίνθου, αρχηγός των Δωριέων που κατέλαβαν την πόλη από τους Σισυφίδες, και κατά μία παράδοση απόγονος των Φοινίκων μυθικών ηρώων που ονομάζονταν Τιτάνες ή Αλήται. Ήταν γιος του Ιππότη, τρισέγγονου του …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»