-
81 Ασιας
III -
82 Βορεας
I.I(πνοαί Aesch.)
IIII.- ου, дор. έᾱ, эп.-ион. Βορέης, стяж. Βορ(ρ)ῆς, έᾱο и έω, дор. Βορρᾰς, ᾱᾶ ὅ1) Борей (сын Астрея и Эос, бог сев. ветров) Hom., Hes., Pind., Her.3) северπρὸς βορέαν τινός Thuc. — к северу от чего-л.
-
83 γυμνας
I- άδος adj.1) нагой, голый(γ. ἐκβεβλημένη ὕδατι, sc. Κασάνδρα Eur.)
2) обученный, опытный, искусный(ἵππος ποδὴ γυμνάς Eur.)
3) стройный, изящный(γ. καὴ παλαιστική, sc. Ἑλένη Luc.)
IIὅ борец, атлет Anth. -
84 θυιας
-
85 Ιλιας
I(χὧρη Her.; γᾶ Aesch., Eur.)
II- άδος ἥ1) (sc. γυνή) илионская женщина, троянка Eur.2) (sc. χώρα) область Илиона Her.3) (sc. ποίησις) Илиада (Гомера) Arst.Μικρὰ Ἰ. Arst. — Малая Илиада (недошедшая до нас поэма о событиях, последовавших за смертью Ахилла);
Ἰ. κακῶν Dem. погов. — повесть о бесконечных бедствиях, т.е. нескончаемая вереница несчастий -
86 ιππας
Iἱ. στολή Her. — кавалерийская форма;
II( в Афинах) Arst.
ἱππάδα τελεῖν Isae., Plut. — платить всаднические налоги, т.е. принадлежать к сословию всадников -
87 Ισθμιας
-
88 ισχας
-
89 κρηνιας
-
90 κυνας
-
91 Κωλιας
I1) мыс в Аттике с храмом Афродиты Her.2) храм Афродиты Arph.IIΚ. ἠϊών Her. — мыс Колиада;
Κωλιάδες γυναῖκες Anth. — жрицы любви;Κ. (sc. θεά) Arph. = Ἀφροδίτη -
92 λαμπας
I1) факел, светоч(πευκίνη Soph.)
λαμπάδος τὸ σύμβολον Aesch. — сигнальный огонь2) (= λαμπαδηδρομία См. λαμπαδηδρομια)λαμπάδα τρέχειν Arph. — совершать факельный пробег;
λ. ἀφ΄ ἵππων τῇ θεῷ Plat. — конный пробег с факелами в честь богини3) дневное светило, солнцеτὸ λαμπάδος ὄμμα Soph. — солнечный диск
4) солнечный свет, деньἡ ἐπιοῦσα λ. Eur. — наступающий (следующий) день
5) молния6) огненный метеор Arst., Diod.7) лампада, светильник NT.II(ἀκταί Soph.)
-
93 λισσας
-
94 μαινας
I1) неистовствующая, исступленная(βάκχη Eur.; λύσσα Soph.)
2) сводящая с ума, наводящая безумие(ὄρνις, т.е. ἴυγξ Pind.)
II1) исступленная вакханка, менадаμαινάδι ἴση Hom. — подобная менаде, т.е. обезумевшая от горя (Андромаха)
2) исступленная словно менада(Κασάνδρα Eur.)
-
95 μαχλας
-
96 μηκας
-
97 Μηλιας
-
98 μονας
-
99 μυριας
I1) мириада, десять тысяч(μ. ἀνθρώπων Her.)
σίτου δυοκαίδεκα μυριάδες (sc. μεδίμνων) Her. — сто двадцать тысяч медимнов хлеба2) (несметное) множество(μυριάδες ἀναρίθμητοι Plat.)
II(φύστις Aesch.; μυριάδες πόλεις Eur.)
-
100 νιφας
I1) тж. pl. снег(οὔρεα νιφάσι συνηρεφέα Her.)
2) снежинка, pl. снежные хлопья(νιφάδες χιόνος Hom.)
3) перен. град или ливень(πετρῶν Aesch.)
4) буря, шквал(πολέμου Pind.)
II(πέτραι Soph.)
См. также в других словарях:
ἅδος — satiety neut nom/voc/acc sg ἅδος satiety masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδος — (I) ἅδος ( εος), ο ή το (Α) [ἅδην] κορεσμός, αηδία, μπούχτισμα. (II) ἄδος, το (Α) ψήφισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁδεῖν, ἁνδάνω] … Dictionary of Greek
-άδος — κατάληξη πολλών τοπωνυμίων: Βροντάδος, Μανταμάδος, Μαχαιράδος, Παπάδος κ.λπ. από τη γεν. πληθ. Βροντάδων, Μαχαιράδων, Παπάδων κ.ά. κυρίων ονομάτων κτητορικών (βλ. άδο) … Dictionary of Greek
σποράς — άδος, η, ΝΑ, και σποράς, άδος, ὁ, Α (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Σποράδες ονομασία διαφόρων διάσπαρτων νησιών μας τα οποία από γεωγραφική άποψη εξετάζονται κατά ομάδες («Βόρειες Σποράδες») αρχ. 1. (στον εν., μόνον με περιληπτ. ουσ., όπως… … Dictionary of Greek
συππινάς — ᾱδος ή άδος, ὁ, Α πιθ. στιππειουργός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίππιον, άλλος τ. τής λ. στυππεῖον* «στουπί» (πρβλ. σίππινος) + επίθημα ᾶς, ᾶδος. Για τη γρφ. τού τ. με υ πρβλ. και τις ποικίλες γραφές τού τ. στυππεῖον*] … Dictionary of Greek
Πελασγιάς — άδος, ἡ, Α βλ. Πελασγίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πελάσγιος + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. Ολυμπι άς)] … Dictionary of Greek
Φθιάς — άδος, ἡ, Α ιδιότυπη μορφή θηλ. τού επιθ. Φθῑος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φθία + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. Ἐρετρι άς)] … Dictionary of Greek
πενθάς — άδος, ἡ, ΜΑ θηλ. τού πενθαλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. άς, άδος] … Dictionary of Greek
πενθεράς — άδος, ἡ, Α η πεθερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός + επίθημα άς, άδος] … Dictionary of Greek
πεντεκαιδεκάς — άδος, ἡ, Μ ποσό που αποτελείται από δεκαπέντε μονάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. πεντ άς)] … Dictionary of Greek
περιτροχάς — άδος, ἡ, Α (για γυναίκα) αυτή που γυρίζει εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιτρέχω + επίθημα άς, άδος] … Dictionary of Greek