-
21 μυριάς,-άδος
+ ἡ N 3 7-5-2-13-20=47 Gn 24,60; Ex 39,3(38,26); Lv 26,8; Nm 10,35(36); Dt 32,30(number of) ten thousand Ex 39,3; myriad (mostly pl.) Lv 26,8; countless thousand(s) (mostly pl.) Dn 7,10Cf. DORIVAL 1994, 80; HARLÉ; 1999, 115.67 -
22 νομάς,-άδος
ὁ N 3/ἡ 0-3-0-4-1=8 1 Sm 28,24; 1 Kgs 5,3; 1 Chr 27,29; Jb 1,3; 20,17often fem. adj.: roaming, grazing Jb 1,3; for tending flocks (of dogs) Jb 30,1; οἱ νομάδες the nomads 2 Mc 12,11*1 Sm 28,24 νομάς grazing, free-range (of a calf)-רבק/מ ⋄רבק and ⋄מן (let loose) from bonds? forַמְר ֵבּק MT⋄רבק confined to the stall, fatteningCf. CAIRD 1969=1972 136(1 Sm 28,24) -
23 παραφυάς,-άδος
+ ἡ N 3 0-0-3-1-1=5 Ez 31,3.6.8; Ps 79(80),12; 4 Mc 1,28 -
24 προστάς,-άδος
ἡ N 3 0-2-0-0-0=2 JgsB 3,22; JgsA 3,23porch, portico; neol.?Cf. HUSSON 1983a, 238-241 -
25 ῥαγάς,-άδος
ἡ N 3 0-0-1-0-0=1 Is 7,19crevice, ravine; *Is 7,19 ῥαγάδα ravines-נחלים for MT נהללים watering place? -
26 τετράς,-άδος
+ ἡ N 3 0-0-8-1-1=10 Jer 52,31; Hag 1,15; 2,10.18.20fourth day (of the month) Hag 1,15; id. (of the week; see σάββατον) Ps 93(94),tit.; fourth (as adj.) Zech 8,19 -
27 τοκάς,-άδος
ἡ N 3 0-1-0-0-0=1 1 Kgs 2,46i -
28 τριακάς,-άδος
ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 2 Mc 11,30thirtieth day (of a month) -
29 φυγάς,-άδος
ὁ N 3 1-0-1-1-6=9 Ex 23,27; Is 16,4; Prv 28,17; 2 Mc 4,26; 5,7fugitive (of an outcast or runaway) Is 16,4; id. (of a routed enemy) Ex 23,27 Cf. WEVERS 1990, 374 -
30 χιλιάς,-άδος
+ ἡ N 3 73-202-35-6-24=340 Gn 24,60; Ex 12,37; 20,6; 34,7; Nm 1,21a thousand, one thousand→NIDNTT; TWNT -
31 ψεκάς,-άδος
-
32 αναδενδράς
(-άδος) η1) вьющееся растение; 2) беседка из вьющихся растений -
33 αποφράς
(-άδος) η:αποφράς ημέρα — роковой, злосчастный день
-
34 βαμβακοστιβάς
-
35 δεκάς
-
36 δορκάς
(-άδος) η козуля -
37 δυάς
-
38 εβδομάς
-
39 εκβολάς
(-άδος) η1) шлак; 2) отбросы -
40 εμβάς
(-άδος) η уст. туфля
См. также в других словарях:
ἅδος — satiety neut nom/voc/acc sg ἅδος satiety masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδος — (I) ἅδος ( εος), ο ή το (Α) [ἅδην] κορεσμός, αηδία, μπούχτισμα. (II) ἄδος, το (Α) ψήφισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁδεῖν, ἁνδάνω] … Dictionary of Greek
-άδος — κατάληξη πολλών τοπωνυμίων: Βροντάδος, Μανταμάδος, Μαχαιράδος, Παπάδος κ.λπ. από τη γεν. πληθ. Βροντάδων, Μαχαιράδων, Παπάδων κ.ά. κυρίων ονομάτων κτητορικών (βλ. άδο) … Dictionary of Greek
σποράς — άδος, η, ΝΑ, και σποράς, άδος, ὁ, Α (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Σποράδες ονομασία διαφόρων διάσπαρτων νησιών μας τα οποία από γεωγραφική άποψη εξετάζονται κατά ομάδες («Βόρειες Σποράδες») αρχ. 1. (στον εν., μόνον με περιληπτ. ουσ., όπως… … Dictionary of Greek
συππινάς — ᾱδος ή άδος, ὁ, Α πιθ. στιππειουργός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίππιον, άλλος τ. τής λ. στυππεῖον* «στουπί» (πρβλ. σίππινος) + επίθημα ᾶς, ᾶδος. Για τη γρφ. τού τ. με υ πρβλ. και τις ποικίλες γραφές τού τ. στυππεῖον*] … Dictionary of Greek
Πελασγιάς — άδος, ἡ, Α βλ. Πελασγίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πελάσγιος + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. Ολυμπι άς)] … Dictionary of Greek
Φθιάς — άδος, ἡ, Α ιδιότυπη μορφή θηλ. τού επιθ. Φθῑος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φθία + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. Ἐρετρι άς)] … Dictionary of Greek
πενθάς — άδος, ἡ, ΜΑ θηλ. τού πενθαλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. άς, άδος] … Dictionary of Greek
πενθεράς — άδος, ἡ, Α η πεθερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός + επίθημα άς, άδος] … Dictionary of Greek
πεντεκαιδεκάς — άδος, ἡ, Μ ποσό που αποτελείται από δεκαπέντε μονάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. πεντ άς)] … Dictionary of Greek
περιτροχάς — άδος, ἡ, Α (για γυναίκα) αυτή που γυρίζει εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιτρέχω + επίθημα άς, άδος] … Dictionary of Greek