-
1 αποφράς
-
2 ἀποφράς
-
3 αποφρας
- άδος adj.1) бесчестный, нечестивый(βίος Luc.)
2) роковой, злосчастныйἀποφράδες πύλαι Plut. — роковые ворота (в Риме, через которые осужденные выводились на казнь)
3) (лат. nefastus) неприсутственный(ἡμέρα Plat., Lys., Plut.)
-
4 ἀποφράς
A not to be mentioned, unlucky; ἀ. ἡμέραι, opp. καθαραὶ ἡμ., Pl.Lg. 800d, cf. Lys.Fr.43.2, Plu.Alc.34, Luc.Pseudol. 12; ἀ. πύλαι at Rome, = portae nefastae, Plu.2.518b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποφράς
-
5 ἀποφράς
ἀποφράς, - άδοςGrammatical information: adj.Meaning: `unlucky, wicked' (Pl.)Other forms: Mostly f., of ἡμέρα, but also m. (Eup. 309).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: From φράζω, φραδή, φράδμων, with - φράς after the nouns in - άς; Chantr. Form. 351, Schwyzer 507.Page in Frisk: 1,125Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀποφράς
-
6 αποφράς
(-άδος) η:αποφράς ημέρα — роковой, злосчастный день
-
7 ἀποφράς
ἀπο-φράς,, dies nefastus, ein unglücklicher Tag, an dem keine Volksversammlung und kein Gericht gehalten wurde; ἀποφράδες πύλαι, das Tor in Rom, durch welches die Verurteilten abgeführt wurden -
8 ἀπο-πόμπιμος
-
9 ἄ-πρᾱκτος
ἄ-πρᾱκτος, ion. ἄπρηκτος, 1) nichts ausrichtend, nichts bewirkend, erfolglos, vergeblich, ἄπρηκτον νέεσϑαι Iliad. 14, 221; ἄπρηκτον πόλεμον πολεμίζειν Iliad. 2, 121; ἀπρήκτους ἔριδας 2, 376; Thuc. 1, 111. 4, 61, oft; ἄπρακτον ἀποπέμπειν τινά 1, 24; μή οἱ πρέσβεις ἄπρακτοι ἥκοιεν Xen. Hell. 2, 2, 21; so βοήϑεια, ἐπιβολή u. ä., Pol. 1, 48, 5. 6, 15, 5; δόρατα ἄπρακτα καὶ μάταια 6, 25, 5; γῆ, nichts einbringend, Plut.; nichts thuend, καὶ ἀργός Plat. Locr. 104 c; φόβων ἀπρακτότατος Plut. superst. 3; ἡμέραι, an denen man nichts unternimmt, Feiertage, Alc. 34 qu. Rom. 25; = ἀποφράς, Luc.; ἑορτή Hermogen. Proleg. p. 27; ἡ ϑερεία ἀπρ. γίγνεται Pol. 5, 5, 5. – 2) pass., a) wogegen man nichts ausrichten kann, ἀπρήκτους ὀδύνας, unheilbare Schmerzen, Od. 2, 79; ἄπρηκτον ἀνίην, ein unabwendbares Unheil, 12, 223; κακά Pind. I. 7, 7; wie ἀμήχανος. – b) ungethan, ὅπως μη τὰ τῆς πόλεως ἀπρακτα γένηται, nicht besorgt wird, Xen. Mem. 2, 1, 2; vgl. Dem. 19, 278. 50, 58. Auch Sp. – c) οὐδὲ μαντικῆς ἄπ. ὑμῖν γίγνομαι Soph. Ant. 1022, ihr versucht auch die Seherkunst an mir. – Adv. ἀπράκτως, gew. ohne etwas auszurichten, ohne Erfolg, Thuc. 6, 48 u. sonst.
-
10 ημέρα
η1) день;ημέρα αναπαύσεως — день отдыха;
ημέραργίας (εργασίας) — выходной (рабочий) день;
ημέρα ακροάσεως — приёмный день;
ημέρα βροχής — дождливый день;
όλη την ημέρα — весь день;
μετά δυό ημέρες — через два дня;
2) сутки;§ κρίσιμος ημέρα — решающий день;
αυγά της ημέρας — диетические яйца;
ψάρι της ημέρας — свежая рыба;
άνθρωπος της ημέρας — а) герой дня; — б) человек всесильный, всемогущий на сегодняшний день;
πλήρης ημέρων — в преклонном возрасте, очень старый;
κάθε ημέραν — каждый день;
ο καθ' ημέραν — ежедневный, каждодневный;
καθ' εκάστην ημέραν — ежедневно, постоянно;
την ημέρα — днём;
μιά φορά την ημέρα — раз в день;
την αυτήν ημέραν — в тот же день;
ημέραν παρ ' ημέραν — через день;
επί των ημέρων μας — в наши дни, в наше время;
εδώ και τρείς ημέρες — три дня тому назад;
τίς τελευταίες ημέρες — на днях, недавно;
προ ολίγων ημέρων — несколько дней тому назад;
την άλλη ημέρα — на следующий день;
άμα τη ημέρα — с наступлением дня;
από ημέρας εις ημέραν — а) изо дня в день, ежедневно; — б) со дня на день, скоро;
με την ημέραν — подённо;
ημέρας και νυκτός — днём и ночью;
μιαν ωραία ν ημέρα — в один прекрасный день;
ημέρα μεσημέρι — среди бела дня, на глазах у публики;
ημέρα αποφράς — роковой, чёрный день;
την ημέρα... — в день, когда...;
είμαι της ημέρας — дежурить;
είναι η ημέρα μου — мой черёд;
είδε το φως της ημέρας — он появился на свет божий;
εσώθηκα ν οι ημέρες του — его дни сочтены
-
11 αποφράδα
-
12 ἀποφράδα
-
13 αποφράδας
-
14 ἀποφράδας
-
15 αποφράδες
-
16 ἀποφράδες
-
17 αποφράδι
-
18 ἀποφράδι
-
19 αποφράδος
-
20 ἀποφράδος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀποφράς — not to be mentioned fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποφράς — η (AM ἀποφράς) [φράζω] (για ημέρες) αυτή που δεν θα ήθελε κανείς ούτε να αναφέρει, δυσοίωνη, απαίσια αρχ. 1. ὁ ἀποφράς ασεβής, κακός 2. φρ. «ἀποφράδες πύλαι» πύλες στη Ρώμη από τις οποίες περνούσαν οι μελλοθάνατοι … Dictionary of Greek
ἀποφράδα — ἀποφράς not to be mentioned fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφράδας — ἀποφράς not to be mentioned fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφράδες — ἀποφράς not to be mentioned fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφράδι — ἀποφράς not to be mentioned fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφράδος — ἀποφράς not to be mentioned fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφράδων — ἀποφράς not to be mentioned fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφράσι — ἀποφράς not to be mentioned fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφράσιν — ἀποφράς not to be mentioned fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρίμη — η η δριμύτητα τής ημέρας, ημέρα αποφράς … Dictionary of Greek