-
1 χονδρος
-
2 χόνδρος
ο1) хрящ; 2) крупинка, зёрнышко -
3 χονδρός
ά, όν см. χοντρός -
4 χονδρός
[хондрос] επ толстый, полный, крупный, неоттёсанный. -
5 χόνδρος
[хондрос] ουσ α крупа, крупинка. -
6 αχονδρος
-
7 εποψιδιος
-
8 ηδυμιγης
См. также в других словарях:
χονδρός — granular masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χόνδρος — granule masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χόνδρος — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… … Dictionary of Greek
χονδρός — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… … Dictionary of Greek
χόνδρος — ο ζωικός ιστός τραχύς και ελαστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χονδρά — χονδρός granular neut nom/voc/acc pl χονδρά̱ , χονδρός granular fem nom/voc/acc dual χονδρά̱ , χονδρός granular fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χονδρῶν — χονδρός granular fem gen pl χονδρός granular masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χονδρόν — χονδρός granular masc acc sg χονδρός granular neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χονδραί — χονδρός granular fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χονδροῖς — χονδρός granular masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χονδροί — χονδρός granular masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)