-
1 χονδρός
A granular, coarse,ἄλευρα χονδρότερα Hp.Mul.2.193
;ἄλφιτον ἀραιὸν καὶ χονδρόν Arist.Pr. 927b35
: mostly of coarse salt,ἅλες οὐ χονδροί, ἀλλὰ χαῦνοι καὶ λεπτοὶ ὥσπερ χιών Id.Mete. 359a32
;χἄλα λήψεται χονδρόν Phoen.2.5
; χονδροὺς ἅλας (cod.Rav. χονδρὰς ἅλας) is prob. in Ar.Ach. 521 (v.l. χόνδρους ἁλός) χονδρός Adj., χόνδρος Subst. are distd. by Hdn.Gr.1.203, 2.716; [comp] Comp. and [comp] Sup. -ότερος, -ότατος, Choerob. in Theod.2.76H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χονδρός
-
2 χόνδρος
χόνδρος, ὁ,A granule or lump of salt,ἁλὸς χόνδρους Hp.Ulc.17
, cf. Sophr. in PSI11.1214a.3: pl., PLit.Lond.167.18 (ii/iii A. D.);ἁλὸς τρύφεα κατὰ χόνδρους μεγάλους Hdt.4.181
; οἰκία ἐκ τῶν ἁλίνων χ. οἰκοδομέαται ib. 185:— χόνδρος abs., salt,χ. ἐποψίδιος AP7.736
(Leon.); also of the gum of frankincense, Thphr.HP9.4.10;λιβανωτοῦ χ. Luc.Sat.16
, cf. Asin.12;χ. λιβάνου Dsc.1.68.7
.2 groats of wheat or spelt (esp. the latter, Dsc.2.96, Gp.3.7);σασαμίδας χόνδρον τε καὶ ἐγκρίδας Stesich.2
;χόνδρον ἕψων Ar.Fr. 203
, cf. 412 (anap.);χ. γάλακι κατανενιμμένος Pherecr.108.18
;ἐκ δ' Ἰταλίας χ. καὶ πλευρὰ βόεια Hermipp.63.6
(hex.); χ. Μεγαρικός, Θετταλικός, Antiph. 34.2,3, Alex.191;ὁ χ. πλεῖον ὕδωρ δέχεται ἢ οἱ πυροὶ ἐξ ὧν ὁ τοιοῦτος ἐγένετο χ. Arist.Pr. 929b1
, cf. Thphr.CP4.16.2, Plb.12.2.5;χόνδρου πτισάνη Gal.6.496
: hence, gruel, porridge, Thphr.HP 4.4.9, Orac. ap. Hierocl. in CA1p.421M.: prov., of an old man,χόνδρον λείχειν Ar.V. 737
(anap.).II gristle, cartilage, Hp.Aph. 6.19, Arist.HA 516b31, PA 655a37: esp. the cartilage of the breast, which unites the false ribs at the termination of the breast-bone, Hp.Epid.7.3, cf. Prorrh.2.7, Nic.Al. 123; and v. ξιφοειδής; also, the cartilage of the ear, Arist.HA 492a16; of the nose, Poll.2.79; of the windpipe (i. e. uvula), ib.99; ὠλενίτης χ. the shoulder-blade, Lyc.155; also of the young horns of deer, Ael.NA6.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χόνδρος
-
3 χονδρός
χονδρόςgranular: masc nom sg -
4 χόνδρος
χόνδροςgranule: masc nom sg -
5 χόνδρος
fatΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > χόνδρος
-
6 χονδρά
χονδρόςgranular: neut nom /voc /acc plχονδρά̱, χονδρόςgranular: fem nom /voc /acc dualχονδρά̱, χονδρόςgranular: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
7 χονδρόν
χονδρόςgranular: masc acc sgχονδρόςgranular: neut nom /voc /acc sg -
8 χονδραί
χονδρόςgranular: fem nom /voc pl -
9 χονδροί
χονδρόςgranular: masc nom /voc pl -
10 χονδρούς
χονδρόςgranular: masc acc pl -
11 χονδρότατος
χονδρόςgranular: masc nom superl sg -
12 χονδρότερα
χονδρόςgranular: neut nom /voc /acc comp pl -
13 χονδρότερος
χονδρόςgranular: masc nom comp sg -
14 χόνδροι
χόνδροςgranule: masc nom /voc pl -
15 χόνδροις
χόνδροςgranule: masc dat pl -
16 χόνδρον
χόνδροςgranule: masc acc sg -
17 χόνδρου
χόνδροςgranule: masc gen sg -
18 χόνδρους
χόνδροςgranule: masc acc pl -
19 χόνδρων
χόνδροςgranule: masc gen pl -
20 χονδρών
См. также в других словарях:
χονδρός — granular masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χόνδρος — granule masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χόνδρος — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… … Dictionary of Greek
χονδρός — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… … Dictionary of Greek
χόνδρος — ο ζωικός ιστός τραχύς και ελαστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χονδρά — χονδρός granular neut nom/voc/acc pl χονδρά̱ , χονδρός granular fem nom/voc/acc dual χονδρά̱ , χονδρός granular fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χονδρῶν — χονδρός granular fem gen pl χονδρός granular masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χονδρόν — χονδρός granular masc acc sg χονδρός granular neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χονδραί — χονδρός granular fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χονδροῖς — χονδρός granular masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χονδροί — χονδρός granular masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)